16.9 C
Athens
Σάββατο, 4 Μαΐου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΔΙΗΓΗΜΑ Περιμένοντας μιάν Ανάσταση, της Όλγας Μοσχοχωρίτου

Έσκασε νωρίς φέτος το καλοκαίρι, ίσα να ειρωνευτεί τη μελαγχολία της που έμενε ως απωθημένο κατακάθι, βαριά στο στήθος.

Δε βρήκε βλέπεις κατάλληλο καιρό να εκδηλωθεί σ’ όλο της το μεγαλείο, καθώς της έπρεπε.

Έναν γκρίζο Νοέμβρη βρε αδερφέ ως φόντο, έναν κρύο Δεκέμβρη για να τιμήσει τις γιορτινές μέρες σπάζοντας τα πολύχρωμα λαμπάκια της εξώπορτας, να κάνει έστω μια Γεναριάτικη ανακωχή στις Αλκυονίδες, να νιώσει ένα Φλεβαριάτικο ξεροβόρι, μερικές χιονονυφάδες να στολίσουν εκείνη την περίσσια μέρα, τη δίσεκτη. Ούτε καν μια γερή βροχή Μαρτιάτικη δεν έτυχε φέτος.

Μετρούσε μόνο λασποβροχές και ιδρωμένους νοτιάδες, σκατόκαιρος για τα καλά.

Βάρυναν λοιπόν νωρίς οι μυρωδιές και τα χρώματα, εγκλωβισμένα χαμηλά, δίχως ένα ανοιξιάτικο αεράκι να τις χαϊδέψει, να τις αραιώσει.

Να κάνει ανεκτή αυτήν την αναστολή της Ανάστασης. Πόσο καιρό ν’ αντέξεις έναν διαρκώς περιφερόμενο επιτάφιο;

Κάθεται λοιπόν στην ακροθαλασσιά κι έχει απέναντι τα φώτα της πολιτείας. Βλέπει τα φωτισμένα δεξαμενόπλοια, τις λάντζες και τις υψικαμίνους των διυλιστηρίων, τις τεράστιες εγκαταστάσεις που βυζαίνουν το τοπίο. Τη νύχτα όλα μοιάζουν απόκοσμα, παραμυθένια.

Όταν πέφτει το φως, όλα μπλέκονται γλυκά. Αστέρια, φώτα, το φεγγάρι και κείνη η πύρινη γλώσσα που ξερνάει η υψικάμινος, διαρκούς καύσης …και το φεγγάρι και η υψικάμινος.

Μόνο η βαριά μυρωδιά πετρελαίου και χημικών αερίων παραμένει στον αέρα, πηχτή, δύσοσμη να θυμίζει την πρωινή αντάρα του βιομηχανικού τοπίου.

Έσφιξε το κεφαλομάντηλο και τα μάτια της πήραν το χρώμα του νερού.

Παράξενη αυτή η πατρίδα που της έλαχε μετά από κείνη τη νύχτα του χαμού.

Κι όσο κι αν μετράει το χρόνο που περνάει αδυσώπητος με τους νυχτερινούς της εφιάλτες, την παρασέρνει κι αυτή να κλαίει και να γελάει την ίδια στιγμή. Να υψώνει τα χέρια στον ουρανό για ωσαννά ή για τ’ ανάθεμα.

Να περιμένει μιαν Ανάσταση σε λάθος γλώσσα. Να προσεύχεται σε ξένους αγίους και μια Παναγιά που την έκανε δικιά της, την Κυρά Ξένη και Κυρία των Αγγέλων.

Να μισεί τη βρώμικη θάλασσα που της πήρε τα σωθικά κι ένα αγέννητο μέλλον που ‘χε μέσα της κι ύστερα να κάθεται στην αμμουδιά, να μυρίζει το θαλασσινό αέρα και να παρακολουθεί τα μικρά ιστιοφόρα να σεργιανούν μεσοπέλαγα με μια χαρά μικρή, ανθρώπινη, σαν επιστροφή και νοσταλγία μαζί.

Στέκεται λοιπόν εκεί. Όρθια και την κοιτάζει κατάματα. Τί είσαι λοιπόν;

«Τοπίο θανάτου;

Η πετρωμένη θάλασσα, τα μαύρα κυπαρίσσια,

το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από το αλάτι και το φως,

τα κούφια βράχια, ο αδυσώπητος ήλιος […]

απέραντη, αρυτίδωτη, πηχτή σιγή», που λέει ο ποιητής,*

ή αντιφεγγίζουν τα είδωλα των φευγάτων πλοίων αλλοιωμένα , αντεστραμμένα, πολλαπλά αντίγραφα παλιών ναυαγίων;

Άκουσε κάποτε πως τη λένε Φάτα Μοργκάνα…

Παράξενη που είναι η ζωή…

* «Ελπήνωρ» του Τάκη Σινόπουλου

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ