Στη διάρκεια του τελευταίου έτους, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κοροναϊού, εκατομμύρια εργαζόμενοι ανά τον κόσμο έχουν χάσει τη δουλειά τους. Βρίσκονται αντιμέτωποι με τις συνθήκες της βαθύτερης οικονομικής, κοινωνικής και υγειονομικής κρίσης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος επί σχεδόν έναν αιώνα. Η κρίση αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη και επιταχύνθηκε με τον ερχομό της πανδημίας. Έχει τη ρίζα της στην επί δεκαετίες πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους των καπιταλιστών, τη στασιμότητα και επιβράδυνση του ρυθμού της συσσώρευσης κεφαλαίου καθώς η οικονομική άνθιση που στηρίχθηκε στην καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε φτάσει στα όριά της. Η ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων που εδραιώθηκε μετά από αυτόν τον πόλεμο αποσυντίθεται καθώς εντείνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ αντίπαλων καπιταλιστικών δυνάμεων για ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς.
Η κρίση του καπιταλισμού έχει σημαδευτεί από τη στασιμότητα στις επενδύσεις στην επέκταση της παραγωγικής ικανότητας των εργοστασίων και του εξοπλισμού τους και σε μια ανάλογη αύξηση στις προσλήψεις στη βιομηχανική παραγωγή. Αντιθέτως, οι κεφαλαιοκράτες επενδύουν σε κάθε λογής χαρτικές αξίες, όπως σε ομόλογα και μετοχές, όπου πιστεύουν θα αποκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη. Ο ανελέητος ανταγωνισμός οδηγεί επίσης σε εμπορικές και νομισματικές διενέξεις και στρατιωτικές συγκρούσεις και πολέμους, από το Αφγανιστάν και το Ιράκ, στη Συρία, την Υεμένη και το Μάλι. Η τάξη των εργοδοτών και οι κυβερνήσεις που υπηρετούν τα συμφέροντά τους συνεχίζουν την εκστρατεία να ρίξουν τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων, διαμέσου τις αναδιοργάνωσης της εργασίας με συνδυασμούς και την κατάργηση ειδικοτήτων, την εντατικοποίηση της εργασίας, το κλείσιμο εργοστασίων ή «μη-παραγωγικών» τμημάτων που οδηγούν σε μαζικές απολύσεις.
Ο μόνος δρόμος που βρίσκεται μπροστά στους καπιταλιστές στην προσπάθειά τους να αντιστρέψουν την πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους τους είναι η αύξηση της απόλυτης υπεραξίας με την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας και η αύξηση της σχετικής υπεραξίας με την εντατικοποίηση της εργασίας αυξάνοντας το ρυθμό της και με την πρόσθεση μηχανών για την «εξοικονόμηση εργασίας». Προς αυτό στοχεύει και ο νέος αντεργατικός νόμος της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η ανεργία είναι ενδημική στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής. Ακόμα και στις «καλύτερες μέρες» της οικονομικής ανόδου, οι καπιταλιστές διατηρούν αυτό που ο Μαρξ χαρακτήρισε ως «βιομηχανικό εφεδρικό στρατό ανέργων». Σε περιόδους, όμως, οικονομικής στασιμότητας και κάμψης όπως στην οποία ζούμε σήμερα οι κεφαλαιοκράτες επεκτείνουν τις γραμμές αυτού του εφεδρικού στρατού. Δεν πρόκειται για «κακή διαχείριση» των επιχειρήσεών τους, αλλά οδηγούνται σε αυτό από την ανάγκη να αυξήσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων ώστε να ρίξουν την αξία της εργατικής δύναμής μας. Καθώς είπε ο Μαρξ, «Στις περιόδους της στασιμότητας και της μέσης ευημερίας ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός πιέζει τον εν ενεργεία εργατικό στρατό. Ενώ στην περίοδο της υπερπαραγωγής και του παροξυσμού βάζει χαλινάρι στις διεκδικήσεις του». [ Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμ Α’, σ. 662]
Η ανεργία αποτελεί έτσι τη μεγαλύτερη διαίρεση των γραμμών της εργατικής τάξης. Αποδυναμώνει την αντίσταση στις επιθέσεις των αφεντικών καθώς στον ανταγωνισμό που μας επιβάλουν, όσοι εργάζονται δεχόμαστε πιο εύκολα τη μείωση των μισθών μας και τη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας όταν υπάρχουν τόσοι πολλοί «έφεδροι» που περιμένουν να πάρουν τη θέση μας πουλώντας ακόμα πιο φθηνά την εργατική τους δύναμη. Επομένως η ανεργία αφορά όχι μόνο τους συναδέλφους που χάνουν τη δουλειά τους αλλά και όσους από εμάς έχουμε την «τύχη» να συνεχίζουμε να δουλεύουμε. Όπως εξηγεί ο Μαρξ, «Η υπερβολική εργασία του απασχολημένου μέρους της εργατικής τάξης πληθαίνει τις γραμμές της εφεδρείας της, ενώ αντίθετα η αυξημένη πίεση, που η εφεδρεία ασκεί με το συναγωνισμό της στους απασχολημένους εργάτες, τους υποχρεώνει να εργάζονται υπερβολικά και να υποτάσσονται στις προσταγές του κεφαλαίου.
Η καταδίκη ενός μέρους της εργατικής τάξης σε αναγκαστική αργία εξαιτίας της υπερβολικής εργασίας του άλλου μέρους, και αντίστροφα, μετατρέπεται σε μέσο πλουτισμού του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη και επιταχύνει ταυτόχρονα τη δημιουργία του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού […]». [Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμ. Α’ σ.659] Η ανεργία εμβαθύνει ακόμα πιο έντονα τις άλλες διαιρέσεις που υπάρχουν, όπως μεταξύ των ανδρών και των γυναικών, των νέων και των πιο ηλικιωμένων και μεταξύ των ντόπιων και των μεταναστών και προσφύγων, δηλαδή μεταξύ των πιο καταπιεσμένων και των πιο εκμεταλλευομένων στρωμάτων της εργατικής τάξης και εκείνων που βρίσκονται σχετικά σε καλύτερη κατάσταση. Αυτό έχει συμβεί ιστορικά. Από τη διαίρεση των καπνεργατριών και των καπνεργατών και μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων κατά τη δεκαετία του 1930 στην Ελλάδα μέχρι τη σημερινή ιδιαίτερη εκμετάλλευση των γυναικών και των μεταναστών.
Τα εργατικά αυτά στρώματα παγκοσμίως αντιμετωπίζουν πιο έντονα το πρόβλημα της ανεργίας που τους κτυπάει δυσανάλογα. Ακόμα και πριν το ξέσπασμα της πανδημίας του κοροναϊού, το 2017, υπολογίζεται ότι το 30- 45% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (ηλικίας 15-64 χρονών) στον κόσμο ήταν άνεργο ή υποαπασχολούμενο. Δηλαδή, 850 εκατομμύρια άνθρωποι μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γερμανία, την Ιαπωνία, τη Βραζιλία, την Κίνα και την Ινδία. Παγκοσμίως, 655 εκατομμύρια γυναίκες λιγότερες ήταν οικονομικά ενεργές σε σχέση με τους άνδρες. [www.mckinsey.com, technology, jobs, and the future of work] Η οικονομική κατάρρευση τον τελευταίο χρόνο δείχνει την ανεργία να καλπάζει όχι μόνο στις ιμπεριαλιστικές χώρες αλλά και στις ημι-αποικιακές. Μόνο στο Μπαγκλαντές πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι/ες στον ιματισμό απολύθηκαν ενώ χιλιάδες στο Μπανγκαλόρ της Ινδίας, το κέντρο της βιομηχανίας της τεχνολογίας πληροφορικής, έχουν επίσης απολυθεί. Πολλά εκατομμύρια εργαζόμενοι στην Αφρική, περίπου οι μισοί στην υποσαχάρια περιοχή, έχουν χάσει τη δουλειά τους.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει φέρει πιο κοντά την εργαζόμενη στο Μπαγκλαντές με τον εργαζόμενο στον επισιτισμό στην Ισπανία και τον οικοδόμο στο Γιοχάνεσμπουργκ με τον χαλυβουργό της Thyssenkrupp-Stahl στη Γερμανία ή την εργαζόμενη στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Αθήνας, όσο αφορά στην ανεργία και την επισφάλεια. Δημιουργεί τη βάση για μια διεθνή εργατική καμπάνια για το δικαίωμα στην εργασία. Όπως εξηγεί ο Μαρξ, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής σε κρίση επεκτείνει εκτός από έναν εφεδρικό στρατό ανέργων και έναν «σχετικό εργατικό υπερπληθυσμό» εφόσον οι μαζικές απολύσεις των εργατών και ο εξαναγκασμός των υπερχρεωμένων στις τράπεζες εργαζόμενων αγροτών να εγκαταλείψουν την καλλιέργεια της γης –κάτι που έχουμε δει να γίνεται παγκοσμίως στις τελευταίες δεκαετίες– δημιουργούν μια όλο και μεγαλύτερη μάζα εξαθλιωμένων ανθρώπων που η εργατική τους δύναμη δεν αφομοιώνεται σε νέες προσλήψεις. [Μαρξ, Κεφάλαιο τόμ. Α’, σ.655]. Σε τέτοιες συνθήκες είναι που η επισφάλεια κυριεύει και το απασχολούμενο μέρος της εργατικής τάξης και εκείνο που βρίσκεται σε εφεδρεία. Πρόκειται για την επισφάλεια είτε ότι δεν θα τα καταφέρεις να πουλήσεις την εργατική σου δύναμη σε κάποιον κεφαλαιοκράτη ή ότι θα ξεπέσεις στην εφεδρεία. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την επιβίωση των οικογενειών των εργαζομένων και την αναπαραγωγή της εργατικής τους δύναμης. Οι αξιωματούχοι των συνδικάτων προσπαθούν με λόγια και με έργα να μας πείσουν ότι οι άνεργοι ανήκουν σε άλλη κατηγορία από «εμάς», καλλιεργώντας έτσι την εικόνα του παρία που προωθούν τα αφεντικά για τους άνεργους συναδέλφους μας.
Στο βαθμό, όμως, που υπάρχει μια οργανωμένη και ενωμένη διεκδίκηση απέναντι στα αφεντικά και στην κυβέρνησή τους, ανάλογα αποδυναμώνεται αυτή η καθοριστικής σημασίας διαίρεση της εργατικής τάξης. Διάφοροι αστοί οικονομολόγοι κάνουν λόγο περί «τεχνολογικής ανεργίας» και «υφεσιακής ανεργίας». Δηλαδή, ανεργία που αναπόφευκτα τη δημιουργεί η εξέλιξη της τεχνολογίας από τη μια και ανεργία που αναπόφευκτα δημιουργεί μια περιοδική ύφεση του επιχειρησιακού κύκλου και η μακρόχρονη οικονομική κάμψη ή Μεγάλη Ύφεση (depression) από την άλλη. Η θεωρία περί «τεχνολογικής ανεργίας» βρίσκει δυστυχώς απήχηση και την επαναλαμβάνουν με τη μία ή την άλλη μορφή και αριστεροί αγωνιστές που δρουν στο συνδικαλιστικό κίνημα και στο εργατικό κίνημα γενικότερα.
Ο Μαρξ έχει επισημάνει πως η καπιταλιστική εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής οδηγεί στον ξεριζωμό των ανθρώπων του μόχθου της υπαίθρου και στη στρατολόγησή τους στον εφεδρικό στρατό των ανέργων των πόλεων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, οι απασχολούμενοι στον αγροτικό τομέα μειώθηκαν από 40% το 1900 στους λιγότερο από 2% σήμερα ενώ όμως η απόδοση της καλλιέργειας έχει αυξηθεί. Στη Γαλλία, μειώθηκαν αντίστοιχα από 37% το 1949 στο 15,5% το 1968 για να φτάσουν μόλις το 2,6% σήμερα, ενώ η αγροτική παραγωγή έχει διπλασιαστεί και η χώρα σήμερα είναι μια από τις πιο παραγωγικές στον κόσμο. Ανάλογα είναι τα στοιχεία παγκοσμίως. Αστοί οικονομολόγοι μας λένε ότι στα αμέσως επόμενα χρόνια οι αγρότες θα οδηγηθούν στην εξαφάνιση με την εξάπλωση της «επανάστασης» της «τεχνητής νοημοσύνης» στη γεωργία: τη ρομποτική, το Cloud Computing, τους αισθητήρες και το Blockchain.
Υποτίθεται ότι με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας θα μεγιστοποιηθούν οι αποδόσεις με ελάχιστους πόρους και θα μειωθούν σημαντικά επίσης οι δεινές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Θα έχουμε, λοιπόν, τα ρομπότ να μαζεύουν τις ελιές και τα φρούτα, θα ψεκάζουν, θα ξεχορταριάζουν και θα οργώνουν, ενώ τα ντρονς θα κατευθύνουν τα πρόβατα και τις αγελάδες να βοσκίσουν και πίσω στο μαντρί. Ο «σύγχρονος αγρότης» θα περνά περισσότερες ώρες στο γραφείο του μπροστά στον υπολογιστή παρά στο χωράφι, μας λένε. Ανάλογες είναι οι προβλέψεις τους και όσο αφορά τους άλλους τομείς της οικονομίας (βιομηχανία, υπηρεσίες). [Μεταξύ άλλων, βλ. π.χ. tcf.org/content/report/mounting-responsetechnological-unemployment]
Υπολογίζουν ότι έως και 47% των σημερινών θέσεων εργασίας (είτε στο εργοστάσιο είτε σε αποθήκες και γραφεία) στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, θα αντικατασταθούν στα επόμενα χρόνια από τεχνολογίες «τεχνικής νοημοσύνης». Σύμφωνα με οικονομολόγους της Bloomberg Economics, «έως και 800 εκατομμύρια άτομα διατρέχουν τον κίνδυνο όχι απλώς να χάσουν τη θέση εργασίας τους» αλλά να δουν να εξαφανίζεται το ίδιο το επάγγελμά τους. [βλ. Η επέλαση των ρομπότ απειλεί 800 εκατ. θέσεις εργασίας | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (kathimerini.gr)] Από την εποχή του Μαρξ οι καπιταλιστές εξωθούνταν από τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ τους να επενδύσουν σε διαδοχικές τεχνολογικές «επαναστατικοποιήσεις» της βιομηχανικής ικανότητας. Όμως, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα, οι περισσότερες «καινοτομίες» προέρχονται από εξοπλιστικά προγράμματα χρηματοδοτούμενα από το Πεντάγωνο των ΗΠΑ. Εξ’ αρχής έχουν στόχο καταστροφικό και δεν έχουν τίποτα να κάνουν με το καλό της ανθρωπότητας.
Η μετέπειτα εφαρμογή τους στην καπιταλιστική οικονομία έχει ως μόνο κίνητρο την αύξηση της παραγωγικότητας (βλέπε την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης) και των κερδών των κεφαλαιοκρατών. Είναι κατ’ ουσίαν απάνθρωπες, ανήθικες, και χαρακτηρίζονται από την επίδειξη δύναμης και ιδιοτέλειας. Παρόλα αυτά, οι καπιταλιστές με αυτές τις καινοτομίες βρίσκονται μπροστά σε ανυπέρβλητες αντιφάσεις. Τα ρομπότ και τα ντρονς μπορεί να «εξοικονομούν εργασία» αλλά αυτό σημαίνει την παραγωγή λιγότερης νέας αξίας, διότι μόνο η ζωντανή εργασία των ανθρώπων και όχι των ρομπότ παράγουν υπεραξία.
Αυτό οδηγεί στην περαιτέρω πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους αντί να την αντιστρέψει. Επιπλέον, η «εξοικονόμηση εργασίας» με τις απολύσεις εκατομμυρίων εργαζομένων και η εξάπλωση των άθλιων συνθηκών ζωής που συνεπάγεται μια μεγάλης κλίμακας ρομποτοποίηση οδηγεί στην ανικανότητα των κεφαλαιοκρατών να αντλήσουν κέρδη, εφόσον θα αδυνατούν να βρουν αγοραστές των όλων και περισσότερων εμπορευμάτων. Η ρομποτοποίηση θα αυξήσει έτσι την ήδη υπάρχουσα κρίση υπερπαραγωγής. Με δυο λόγια, η επένδυση στη ρομποτοποίση (σταθερό κεφάλαιο) δίχως προσλήψεις όλο και περισσότερων εργατών ώστε να δημιουργούν μεγαλύτερη υπεραξία τελικά αυτή ενισχύει την πτώση του μέσου ποσοστού του κέρδους και επιβραδύνει περεταίρω τη συσσώρευση κεφαλαίου. Το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ αντιμετώπισε το πρόβλημα της «τεχνολογικής ανεργίας» μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τέθηκε μάλιστα στο ετήσιο συνέδριο του Κογκρέσου Βιομηχανικών Οργανώσεων (CIO) το 1954. Και τότε αστοί οικονομολόγοι μιλούσαν για τον κίνδυνο να χάσουν τη δουλειά τους εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Μια αναφορά τους έλεγε π.χ. ότι με την εφαρμογή των τεχνολογικών καινοτομιών ένας εργάτης θα πραγματοποιούσε τη δουλειά που έκαναν τότε πέντε εργάτες, και ότι στην αυτοκινητοβιομηχανία 200.000 εργάτες θα παρήγαγαν την ίδια ποσότητα με ένα εκατομμύριο εργάτες-μέλη του Συνδικάτου Εργαζομένων στην Αυτοκινητοβιομηχανία (UAW). Αντιμέτωποι με μαζικές απολύσεις αρκετά συνδικάτα υιοθέτησαν το αίτημα «30 ώρες δουλειά για μισθό 40 ωρών», μεταξύ αυτών και η μεγαλύτερη τότε τοπική συνδικαλιστική οργάνωση στον κόσμο, το Παράρτημα 600 του UAW στο Ντιτρόιτ του CIO. Τελικά όμως το αίτημα αυτό θα εκλείψει καθώς οι αξιωματούχοι του CIO σαμποτάρισαν την κίνηση αυτή στην πορεία προς την ενοποίησή του με το συντεχνιακό AFL.
Η συζήτηση πάνω στο ζήτημα της ανεργίας επανήλθε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στις ΗΠΑ και άλλες χώρες καθώς οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν μαζικές απολύσεις και την εισαγωγή ρομπότ στη βιομηχανία και άλλους τομείς. [Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου, μετανάστης-εργάτης τότε στις ΗΠΑ, απολύθηκε αυτή την περίοδο από το εργοστάσιο της Ford στο Νιου Τζέρσεϊ και τη δουλειά του ως ηλεκτροσυγκολλητής στην αλυσίδα παραγωγής αντικατέστησε ένα μακρύ «χέρι» ρομπότ]. Στα επόμενα χρόνια οι κεφαλαιοκράτες δεν προχώρησαν στην επέκταση της ρομποτοποίησης αλλά στις περικοπές μισθών, στις απολύσεις, στην εντατικοποίηση της εργασίας, και στη μεταφορά εργοστασίων στις ημιαποικίες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας.
Σήμερα, το ζήτημα της μείωσης των ωρών εργασίας χωρίς μείωση μισθών ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας για την αντιμετώπιση της ανεργίας έχει έναν επιτακτικό χαρακτήρα καθώς ο καπιταλισμός σε βαθιά κρίση σήμερα είναι πολύ πιο καταστρεπτικός από ότι στις μέρες του Μαρξ, ο οποίος έγραφε το 1860 με τέτοια διορατικότητα ότι «η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσει μόνο την τεχνική και το συνδυασμό του κοινωνικού προτσές παραγωγής υποσκάφτοντας ταυτόχρονα τις πηγές απ’ όπου αναβρύζει κάθε πλούτος: τη γη και τον εργάτη». [Μαρξ, Κεφάλαιο τόμ. Α’ σ. 522-523]. Το αίτημα «30 για 40» δεν πρόκειται επομένως για ένα στενά «εργατικό» αλλά για ένα κοινωνικό ζήτημα, εφόσον όπως έλεγε ο Μαρξ, η τεχνολογική καινοτομία στον καπιταλισμό, η οποία «ενέχει τη θαυμάσια δύναμη του περιορισμού της εργασίας και [έχει τη δυνατότητα να] την κάνει πιο παραγωγική, συνεπιφέρει την πείνα και την υπερβολή του μόχθου. Από ένα περίεργο καπρίτσιο της μοίρας οι νέες πηγές πλουτισμού μεταμορφώνονται σε πηγές δυστυχίας». [Μαρξ, Ομιλία στην επέτειο της
εφημερίδας «People’s Paper» των Χαρτιστών, Απρίλης 1856]. Αρκεί να αναλογιστούμε τα δολοφονικά «εργατικά ατυχήματα» και την παραγωγή τροφίμων που μας δηλητηριάζουν κάθε μέρα. Το εργατικό κίνημα προβάλλοντας το αίτημα αυτό θα συνέβαλε στην οργάνωση της εργαζόμενης νεολαίας, των γυναικών, των μεταναστών και γενικότερα της μεγάλης πλειονότητας των εργατών στα συνδικάτα. Με την οργάνωση επιτροπών ανέργων σε κάθε σωματείο, η καμπάνια για το 30ωρο χωρίς μείωση του μισθού θα συνέβαλε στο σπάσιμο του διαχωρισμού μεταξύ του ενεργού και του εφεδρικού στρατού των εργαζομένων. Τα συνδικάτα θα μπορούσαν να προσελκύσουν στο πλευρό τους ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, όπως των κινήσεων υπεράσπισης του περιβάλλοντος.
Το αίτημα για το 30ωρο θα μπορούσε επίσης να συνδυαστεί με το να απαιτήσουμε ένα πρόγραμμα δημοσίων έργων για να έχουμε σχολεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, πάρκα και ότι άλλο χρειαζόμαστε για μια πιο ανθρώπινη ζωή. Κάθε συνδικάτο θα πρέπει επίσης να έχει και μια επιτροπή ασφάλειας και υγιεινής για να οργανώσουμε τη μάχη για ασφαλείς συνθήκες εργασίας και την προστασία του περιβάλλοντος. Μια καθολική ρομποτοποίηση είναι δυνατό να την επιβάλουν οι κεφαλαιοκράτες και το κράτος τους μόνο διαμέσου μιας στυγνής φασιστικής δικτατορίας. Η εργατική τάξη όμως δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη. Οι μεγάλοι αγώνες βρίσκονται ακόμη μπροστά μας. Αγώνες που θα καθορίσουν το αν η ανθρωπότητα θα βυθιστεί στη βαρβαρότητα ή θα βαδίσει προς την απελευθέρωση από κάθε μορφή ταξικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, προς σε μια κοινωνία της αλληλεγγύης, της ανιδιοτέλειας και της αγάπης.
Ο Μπάμπης Μισαηλίδης είναι συγγραφέας του βιβλίου: Εργατική Αντίσταση στην Ελλάδα, (1920-1940). Συμμετέχει επί πολλά χρόνια ενεργά στο συνδικαλιστικό κίνημα.