14.9 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αναπηρικός ακτιβισμός ,πολιτική και υπερηφάνεια, του Michael Oliver (*)

Εισαγωγή

Σε αυτό το πολεμικό και ανενδοίαστα επικεντρωμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο άρθρο, εκδηλώνω την πεποίθηση ότι ποτέ στο παρελθόν οι ανάπηροι στην Αγγλία δεν χρειάζονταν τόσο ισχυρές και τόσο εστιασμένες σπουδές στην αναπηρία όσο τώρα και ότι δυστυχώς η χώρα έχει αποτύχει ως προς αυτό. Για να εξηγήσω αυτό το επιχείρημα, θα διαιρέσω την ιστορία μας σε δύο ξεχωριστές φάσεις: την πρώτη μεταξύ των ετών 1970 και 1997, η οποία χαρακτηριζόταν από «αναπηρική πολιτική, ακτιβισμό και υπερηφάνεια» και τη δεύτερη από το 1997 μέχρι σήμερα, την οποία εγώ χαρακτηρίζω ως διάστημα «αναπηρικής επιχειρηματικότητας, διαχείρισης και ειδικών επικλήσεων». Θα ολοκληρώσω εξετάζοντας το μέλλον, στην ενότητα που αποκαλώ Φάση 3. Αυτό το πλαίσιο αποτίει φόρο τιμής στον αείμνηστο Vic Finkelstein και στο πλαίσιο που χρησιμοποίησε στο πρωτοποριακό άρθρο του «Συμπεριφορές και Ανάπηροι» (Finkelstein, 1980).

 

Φάση 1: Αναπηρικός ακτιβισμός, πολιτική και υπερηφάνεια

Οι Σπουδές στην Αναπηρία, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα στη Βρετανία, πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1970, όταν το νεοσύστατο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Αγγλίας δημιούργησε ένα πρόγραμμα μαθημάτων κατάλληλο τόσο για προπτυχιακούς φοιτητές όσο και για επαγγελματίες. Αν και δεν ήταν πρωτοστάτης, ο ανάπηρος ακτιβιστής Vic Finkelstein υπήρξε μέλος της ομάδας που πρόσφερε το πρόγραμμα και συνέχισε να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο σε δύο μεταγενέστερες αναδιαμορφώσεις του. Σε εμένα ανατέθηκε η διδασκαλία των μαθημάτων από την αρχή και συνέχισα με τη συμμετοχή μου στην ομάδα σχεδιασμού του προγράμματος για τις επόμενες αναδιαμορφώσεις του. Όταν το Πανεπιστήμιο του Kent εισήγαγε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα ακολουθώντας παρόμοια γραμμή, έγινα ο πρώτος διευθυντής του προγράμματος.

Τόσο ο Vic όσο και εγώ αφοσιωθήκαμε στην εστίαση στις εμπειρίες των αναπήρων σε αυτά τα προγράμματα με τρεις τρόπους: α) με τη συμπερίληψη όσο το δυνατόν περισσότερου υλικού που έχει γραφτεί από αναπήρους, β) με την ανάθεση της διδασκαλίας των μαθημάτων σε αναπήρους και γ) επιδιώκοντας ενεργά την ένταξη ανάπηρων φοιτητών στα προγράμματα. Όταν ο Colin Barnes εισήγαγε τις Σπουδές στην Αναπηρία στο Πανεπιστήμιο του Leeds, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1992, αναβάθμισε το πεδίο ιδρύοντας ένα κέντρο αριστείας, στο οποίο συγκέντρωσε σπουδαστές από όλο τον κόσμο, και δημιουργώντας το πρώτο αρχείο με κείμενα αναπήρων και τις πρώτες παγκοσμίως ανεξάρτητες εκδόσεις που ήταν αφιερωμένες αποκλειστικά σε θέματα αναπηρίας.

Αυτές οι εξελίξεις αποτέλεσαν τις βάσεις των Σπουδών στην Αναπηρία κατά την περίοδο της αναπηρικής πολιτικής, του ακτιβισμού και της υπερηφάνειας. Αλλά για να αναπτυχθούν οι Σπουδές στην Αναπηρία χρειαζόταν κάτι περισσότερο από απλή διδασκαλία. Οι έρευνες για την αναπηρία εκείνη την εποχή διεξάγονταν σε μεγάλο βαθμό από ιατρικούς και άλλους καθιερωμένους ερευνητές, ενώ οι ανάπηροι αποκλείονταν σε μεγάλο βαθμό από την ερευνητική διαδικασία, πράγμα που το δικαιολογούσαν βασιζόμενοι στην ανάγκη της αντικειμενικότητας και της τήρησης της επιστημονικής μεθόδου.

Ωστόσο, οι ανάπηροι είχαν αρχίσει να βγαίνουν από τη σκιά και το 1987 πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση μεταξύ των αναπήρων και των ερευνητών στο Λονδίνο για να συζητηθούν η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των αναπήρων σχετικά με τον αποκλεισμό τους από την έρευνα που αφορά εμάς και η απογοήτευση ορισμένων ερευνητών όταν συνειδητοποίησαν ότι μεγάλο μέρος της δουλειάς τους ήταν τελείως άσχετο με τους καθημερινούς αγώνες των αναπήρων.

Η συνάντηση αυτή οδήγησε τον Len Barton και εμένα να λάβουμε επιχορήγηση από το Ίδρυμα Joseph Rowntree προκειμένου να διοργανώσουμε μια σειρά σεμιναρίων κατά την οποία οι ανάπηροι συνεργάστηκαν με τους ερευνητές στο πεδίο της αναπηρίας προκειμένου να διερευνήσουν τομείς με αμοιβαίο όφελος, με αποκορύφωμα μια μεγάλη διάσκεψη το 1992 και τη δημοσίευση του πρώτου ειδικού τεύχους του περιοδικού Αναπηρία και Κοινωνία, «Έρευνες στον τομέα της Αναπηρίας» (τόμ. 7, αριθ. 2). Παρόλο που θα ήταν λάθος να υποστηρίξουμε ότι υπήρξε πλήρης συμφωνία για τη μελλοντική εξέλιξη των ερευνών, η σημασία της τοποθέτησης των αναπήρων στο επίκεντρο των ερευνών έγινε αποδεκτή από όλους.

Το τελευταίο σκέλος στην ανάπτυξη επιτυχών και συναφών για τους αναπήρους Σπουδών στην Αναπηρία ήταν η δημιουργία ενός ακαδημαϊκού περιοδικού το οποίο θα ήταν ικανό να προωθήσει το έργο. Ο Len Barton βρήκε έναν εκδότη που ήταν πρόθυμος να πάρει το ρίσκο για κάτι νέο και καινοτόμο, διότι, ενώ θέλαμε μια δημοσίευση ακαδημαϊκά αυστηρή, θέλαμε επίσης να την κάνουμε προσβάσιμη τόσο στους ανάπηρους συγγραφείς όσο και στους ανάπηρους αναγνώστες. Θέλαμε να προωθεί στη βάση της τη δημιουργία του κοινωνικού μοντέλου της αναπηρίας και την κοινωνική αλλαγή. Κατά συνέπεια, διορίστηκε ένα ευρύ φάσμα συντακτών, από ακαδημαϊκούς έως ανάπηρους ακτιβιστές και άλλους. Επιπλέον, τέθηκαν σε εφαρμογή αυστηρές και εμπιστευτικές διαδικασίες αξιολόγησης.

Σε όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υπήρξε συνεχής ανταλλαγή ιδεών και συμμετοχής σε δράσεις μεταξύ ακαδημαϊκών και ακτιβιστών. Οι ακτιβιστές έρχονταν συχνά σε συνέδρια και σεμινάρια και διασκέδαζαν τα βράδια και οι ακαδημαϊκοί περνούσαν χρόνο σε οργανώσεις αναπήρων και σε διαδηλώσεις. Φυσικά, κάποιοι ήταν ταυτόχρονα και ακαδημαϊκοί και ακτιβιστές. Όλα αυτά σήμαιναν ότι την περίοδο από τη δεκαετία του 1970 έως το 1997 σημειώθηκαν μεγάλες βελτιώσεις στις ζωές των αναπήρων μέσω των αλλαγών στη νομοθεσία, της αύξησης του αριθμού των διαθέσιμων παροχών και της προώθησης της ανεξάρτητης διαβίωσης, καθώς και μέσω της βελτίωσης του δομημένου περιβάλλοντος και των συστημάτων μεταφοράς που έγιναν πιο συμπεριληπτικά.

Όλα αυτά συνέβησαν με φόντο τις διαδοχικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών που είχαν δεσμευτεί να ανασυντάξουν το κράτος. Στη Φάση 1, οι ανάπηροι ακτιβιστές που συμμάχησαν με τις Σπουδές στην Αναπηρία κέρδισαν τόσο υλικές όσο και ιδεολογικές μάχες. Οι ζωές των αναπήρων βελτιώθηκαν σημαντικά και η αναπηρική υπερηφάνεια σήμαινε ότι οι ανάπηροι ήταν έτοιμοι να πετάξουν από πάνω τους τα δεσμά της θεωρίας της προσωπικής τραγωδίας και να απορρίψουν ταυτότητες βασισμένες στη φιλανθρωπία και τη θυματοποίηση. Όμως, από το 1997 και μετά, όλα άλλαξαν.

 

Φάση 2: Αναπηρική διαχείριση, επιχειρηματικότητα και ειδικές επικλήσεις

Το Νέο Εργατικό κόμμα ήρθε στην εξουσία το 1997 με την πρόθεση να διαχειριστεί τον καπιταλισμό καλύτερα από τις τρεις προηγούμενες κυβερνήσεις, αντί να τον μεταρρυθμίσει ή να τον ανατρέψει, πράγμα που ήταν ιστορικά η αποστολή των προηγούμενων κυβερνήσεων των Εργατικών. Ήρθε με ελπίδα και αισιοδοξία ότι τα πράγματα θα μπορούσαν μόνο να βελτιωθούν. Οι ελπίδες πολλών αναπήρων αναπτερώθηκαν με την ίδρυση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Αναπήρων και τη δημοσίευση της έκθεσης της Μονάδας Υποστήριξης του Πρωθυπουργού (Μονάδα Στρατηγικής του Πρωθυπουργού 2005), από την οποία υιοθετήθηκε ένας ορισμός για την αναπηρία βάσει του κοινωνικού μοντέλου και δόθηκε η υπόσχεση ότι θα υποστηριζόταν η ανεξάρτητη διαβίωση με την εφαρμογή νέων πολιτικών.

Οι υποσχέσεις ήταν φθηνές, αλλά το κόστος του νομοσχεδίου για την κοινωνική πρόνοια δεν ήταν χαμηλό, και οι παροχές για την αναπηρία έγιναν πρωταρχικός στόχος προκειμένου η κυβέρνηση να διαχειριστεί καλύτερα την οικονομία. Τα σχέδιά τους ακολούθησαν διενέξεις και η οργάνωση Direct Action Network επισκέφτηκε τη Downing Street και έριξε στις πύλες εισόδου κόκκινη μπογιά, η οποία συμβόλιζε το αίμα των αναπήρων. Αυτή η συμβολική πράξη σηματοδότησε το τέλος της Φάσης 1 και προσέλκυσε την προσοχή των μέσων ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο. Το Νέο Εργατικό κόμμα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι εάν ήθελε να μειώσει το κόστος του νομοσχεδίου, θα έπρεπε να το κάνει με διαφορετικό τρόπο. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε πρώτα να κερδίσει την ιδεολογική μάχη για το μέγεθος του προϋπολογισμού, προκειμένου να επιτεθεί στην υλική βάση του.

Ξεκίνησε αυτό το εγχείρημα, εγείροντας ζητήματα περί απάτης και κλοπών στο σύστημα παροχών, καθώς και για τη γραφειοκρατική φύση των υπηρεσιών υγείας και τον εξαρτητικό χαρακτήρα του συστήματος πρόνοιας γενικότερα. Όλα αυτά ήταν φυσικά εύλογες ανησυχίες, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για να επιτρέψουν τις εξελίξεις στις ιδιωτικοποιήσεις και την πολιτική των συμβάσεων και να δώσουν το πράσινο φως στον ιδιωτικό τομέα ώστε να επεκταθεί με την αντίστοιχη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, ιδιαίτερα στους τομείς της υγείας και της κοινωνικής μέριμνας. Με άλλα λόγια, το κυβερνόν κόμμα επιχείρησε να αλλάξει το ιδεολογικό κλίμα για να επιτρέψει μια συνεχιζόμενη επίθεση στις δημόσιες δαπάνες εν γένει και στο κράτος πρόνοιας ειδικότερα.

Μια κεντρική πτυχή αυτού του εγχειρήματος ήταν η λογική μετάβασης «από την πρόνοια στην εργασία». Έτσι εισήγαγαν νέες πολιτικές προσανατολισμένες στην απασχόληση, ενώ παράλληλα καθιστούσαν ακόμη πιο δύσκολη την πρόσβαση στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Ενώ, όσον αφορά τα ανάπηρα άτομα, οι νέες πολιτικές αναγνώριζαν την ύπαρξη πολλών εμποδίων στην αγορά εργασίας, εξακολουθούσαν παρόλα αυτά να βασίζονται σε ιατρικές απόψεις για την ανικανότητα και τη βλάβη και έτσι στόχευαν τα προγράμματα βοήθειας σε μεμονωμένα ανάπηρα άτομα. Αυτές οι μεμονωμένα προσανατολισμένες πολιτικές είχαν δοκιμαστεί ξανά στο παρελθόν και είχαν αποτύχει, και η ιστορία επαναλήφθηκε με ελάχιστη απόκλιση στον αριθμό των άνεργων αναπήρων.

Μια κεντρική πτυχή αυτού του εγχειρήματος ήταν η λογική μετάβασης «από την πρόνοια στην εργασία». Έτσι εισήγαγαν νέες πολιτικές προσανατολισμένες στην απασχόληση, ενώ παράλληλα καθιστούσαν ακόμη πιο δύσκολη την πρόσβαση στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Ενώ, όσον αφορά τα ανάπηρα άτομα, οι νέες πολιτικές αναγνώριζαν την ύπαρξη πολλών εμποδίων στην αγορά εργασίας, εξακολουθούσαν παρόλα αυτά να βασίζονται σε ιατρικές απόψεις για την ανικανότητα και τη βλάβη και έτσι στόχευαν τα προγράμματα βοήθειας σε μεμονωμένα ανάπηρα άτομα. Αυτές οι μεμονωμένα προσανατολισμένες πολιτικές είχαν δοκιμαστεί ξανά στο παρελθόν και είχαν αποτύχει, και η ιστορία επαναλήφθηκε με ελάχιστη απόκλιση στον αριθμό των άνεργων αναπήρων.

Η παγκόσμια ύφεση, η οποία επισπεύστηκε από τους άπληστους τραπεζίτες και τους επενδυτές, χειροτέρεψε κι άλλο τα πράγματα όταν εκδηλώθηκε το 2007. Εισήχθησαν νέες πολιτικές λιτότητας και όταν εκλέχτηκε μια νέα Κυβέρνηση Συνασπισμού το 2010, οι πολιτικές αυτές επιδιώχθηκαν πολύ πιο αυστηρά. Αυτό επηρέασε τους ανάπηρους, καθώς σήμαινε μειώσεις στις παροχές και συρρίκνωση της κοινωνικής μέριμνας, ενώ οι διαμαρτυρίες έγιναν πολύ πιο αθόρυβες και βασίστηκαν σε ειδικες επικλήσεις που προσπαθούσαν να υπερασπιστούν ό,τι είχε απομείνει. Η ιδιωτικοποίηση και η πολιτική συμβάσεων ωφέλησαν τις μεγάλες φιλανθρωπικές οργανώσεις που σχετίζονταν με την αναπηρία περισσότερο από ό,τι τις οργανώσεις των αναπήρων, οι οποίες συχνά δεν έβρισκαν κονδύλια και αναγκάζονταν να κλείσουν. Η βασική διάκριση που επιτεύχθηκε κατά τη Φάση 1 μεταξύ των οργανώσεων «των αναπήρων» και «για τους ανάπηρους» χανόταν σταδιακά, καθώς οι φιλανθρωπικές οργανώσεις φρόντιζαν να επανεφεύρουν την εικόνα τους, συχνά ως οργανώσεις που διοικούνταν από τους ίδιους τους χρήστες.

Αυτές οι επαναπροσδιορισμένες οργανώσεις δεν επρόκειτο να μιλήσουν εναντίον μιας κυβέρνησης που τους χρηματοδοτούσε. Οι διαμαρτυρίες αποσιωπήθηκαν περαιτέρω καθώς η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Αναπήρων συγχωνεύθηκε στην Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τα θέματα αναπηρίας σχεδόν εξαφανίστηκαν. Αυτό έθεσε επίσης το έδαφος για τον Νόμο περί Ισότητας (2010), ο οποίος αντικατέστησε τον Νόμο περί Διακρίσεων λόγω Αναπηρίας (Disability Discrimination Act – DDA) (1995). Πράγματι, πολλές από τις νομικές υποχρεώσεις του DDA αντικαταστάθηκαν από απλές οδηγίες, καθιστώντας το νομικό πλαίσιο προαιρετικό και όχι κανονιστικό. Μέχρι το 2010, η αναπηρική επιχειρηματικότητα είχε αντικαταστήσει την πολιτική της αναπηρίας.

Μέχρι τότε, οι Σπουδές στην Αναπηρία είχαν δημιουργήσει μια ισχυρή ακαδημαϊκή βάση στο Ηνωμένο Βασίλειο και θα μπορούσαν να προωθήσουν μια αυστηρή υπεράσπιση για τις συνθήκες διαβίωσης των αναπήρων και να εκθέσουν δημόσια ό,τι συνέβαινε, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Αντίθετα, η ριζοσπαστική θεωρητική βάση τους που στηριζόταν στον μαρξισμό διαβρώθηκε και όλα απλώς χάθηκαν. Τη θέση της πήρε ένα συνονθύλευμα απόψεων, συμπεριλαμβανομένων θέσεων που προέρχονταν από τον μεταμοντερνισμό, τον μεταδομισμό και τον κριτικό ρεαλισμό, και πιο πρόσφατα τον αρτιμελισμό και τη «θεωρία της χωλότητας[1]» (crip theory). Οι ακαδημαϊκοί επίσης δεν κατάφεραν να έρθουν αντιμέτωποι με όλη εκείνη την παραπλανητική προπαγάνδα που έκανε η κυβέρνηση για το τι συνέβαινε πραγματικά στα ανάπηρα άτομα ως απόρροια των περικοπών.

Ορισμένοι ακαδημαϊκοί υπαινίσσονταν ότι σε πολλές περιπτώσεις η επαγγελματική φροντίδα ήταν καλύτερη από την ανεξάρτητη διαβίωση και ότι οι μεγάλες φιλανθρωπικές οργανώσεις είχαν παρεξηγηθεί στο παρελθόν και ότι τώρα πια μπορούσαν να εμπιστευτούν σε αυτές τα συμφέροντα των αναπήρων. Υπήρξαν πολυάριθμες επιθέσεις στο κοινωνικό μοντέλο της αναπηρίας, το οποίο αποτελούσε τον πυρήνα της σχέσης μεταξύ των ανάπηρων ακτιβιστών και των ακαδημαϊκών κατά τη διάρκεια της Φάσης 1. Δυστυχώς, μέχρι εκείνη τη στιγμή το αναπηρικό κίνημα είχε αποδεκατιστεί και, με ελάχιστες σημαντικές εξαιρέσεις, οι διαμαρτυρίες ενάντια σε όσα συνέβαιναν είχαν σιγάσει ακόμη πιο πολύ.

Οι παλιές ιδεολογίες επιβεβαιώθηκαν ξανά και η θεωρία της προσωπικής τραγωδίας ήταν η μόνη άμυνα που είχαν τα ανάπηρα άτομα. Η αναπηρική υπερηφάνεια παρέμεινε ζωντανή μόνο μέσα στις καρδιές και στα μυαλά μερικών ηλικιωμένων ακτιβιστών. Όλα αυτά σήμαιναν ότι οι φιλανθρωπικές αναπηρικές οργανώσεις είχαν ξαναπάρει τον έλεγχο της αναπηρικής ατζέντας και μπορούσαν να επανέλθουν στην παραδοσιακή τους αποστολή, η οποία ήταν να φροντίζουν τα τραγικά θύματα της αναπηρίας. Στην πραγματικότητα, συνέχισαν να κάνουν ό, τι έκαναν πάντα παραδοσιακά, δηλαδή να κολακεύουν την κυβέρνηση και αποτυγχάνουν να καλύψουν τις ανάγκες των αναπήρων.

Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια, το περιοδικό παρέμεινε αφοσιωμένο στις αξίες και τις πρακτικές που καθόρισε το αρχικό διοικητικό συμβούλιο συντακτών, αύξησε τον αριθμό των δημοσιευμένων άρθρων και δημιούργησε μια χρήσιμη ηλεκτρονική πλατφόρμα. Ωστόσο, το ποσοστό των άρθρων που ενδέχεται να σχετίζονται με τους ανάπηρους ακτιβιστές και άλλα ανάπηρα άτομα έχει μειωθεί σημαντικά. Στην πραγματικότητα, όμως, το περιοδικό μπορεί να δημοσιεύει μόνο άρθρα που του υποβάλλονται και όχι εκείνα που θα ήθελε να του είχαν υποβληθεί, και το σύνολο των συνθηκών που ισχύουν στη Φάση 2 διαφέρει σημαντικά από τις συνθήκες της Φάσης 1, όπως ελπίζω να έχει καταστεί σαφές στο παρόν άρθρο.

 

Φάση 3: Κοιτάζοντας το μέλλον

Ο Vic Finkelstein πίστευε ότι η έλευση της Φάσης 3 θα προανάγγελλε μια νέα εποχή στις σχέσεις των αναπήρων με την υπόλοιπη κοινωνία. Παρόλο που υπάρχουν κάποιοι λόγοι για να αισιοδοξούμε ότι η προσέγγιση λιτότητας μπορεί να παύσει και ότι οι ψηφοφόροι δεν θα την υποστηρίξουν άλλο, οι ιδεολογικές και υλικές επιθέσεις συνεχίζονται. Οι περικοπές στις παροχές και στις υπηρεσίες συνεχίζουν να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και το ιδεολογικό πεδίο μάχης έχει πλέον μετατοπιστεί.

Η κυβερνητική προπαγάνδα υποστηρίζει πλέον ότι τα προβλήματα πηγάζουν από τον διχασμό μεταξύ παλαιών και νέων και μεταξύ εκείνων που εργάζονται και εκείνων που δεν εργάζονται, ενώ, βέβαια, ο πραγματικός διχασμός στην κοινωνία είναι μεταξύ πλουσίων και φτωχών και μεταξύ των ανώτερων και κατώτερων άκρων του εργατικού δυναμικού. Όλες οι κυβερνήσεις της Φάσης 2 απέτυχαν να αντιμετωπίσουν αυτούς τους θεμελιώδεις διχασμούς και προσπάθησαν να στρέψουν την προσοχή αλλού, κατηγορώντας τους φτωχούς και τους ανέργους.

Δεν θέλω να εγκαταλείψω τελείως την αισιοδοξία του Vic και θα ήθελα να επισημάνω στους ακτιβιστές και στους ακαδημαϊκούς ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’70 δεν υπήρχε τίποτα από όσα περιγράφηκαν στη Φάση 1 και παρόλο που πολλά απ’ όσα χτίστηκαν τότε δέχτηκαν επίθεση ή μειώθηκαν, όταν ξεκινήσει τελικά η Φάση 3, η βάση πάνω στην οποία μπορούμε να δημιουργήσουμε είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι ήταν τότε.

Εν κατακλείδι, γνωρίζω ότι υπάρχουν αφοσιωμένοι και παθιασμένοι ερευνητές που εξακολουθούν να εργάζονται στις Σπουδές στην Αναπηρία και αναγνωρίζω πλήρως ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονται είναι πολύ διαφορετικές από τη Φάση 1. Αναγνωρίζω, επίσης, ότι ο ακτιβισμός των αναπήρων έχει να αναμετρηθεί με διαφορετικές συνθήκες, αλλά η ανάγκη να για σχετική πολιτική ανάλυση δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη. Τέλος, συνειδητοποιώ πλήρως ότι το αναπηρικό κίνημα έχει σε μεγάλο βαθμό παραμεριστεί από την αχαλίνωτη κυριαρχία των μεγάλων φιλανθρωπικών οργανώσεων.

 

Στον τοίχο στο σπίτι μου (Ε.Μ.) έχουμε μια αφίσα του Leonard Cohen και στο κάτω μέρος υπάρχει η εξής φράση: «Υπάρχει μια ρωγμή σε όλα, από εκεί μπαίνει μέσα το φως».

Οι ανάπηροι ακτιβιστές και οι ακαδημαϊκοί πρέπει να υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον για να διασφαλίσουν ότι οι ρωγμές από τις οποίες μπαίνει μέσα το φως θα γίνουν πόρτες ανοιχτές. Το μέλλον των αναπήρων εξαρτάται από αυτό και ίσως και το μέλλον των Σπουδών στην Αναπηρία.


 

(*) Το άρθρο αυτό γράφτηκε το καλοκαίρι του 2018 από τον θεμελιωτή της σπουδής της αναπηρίας, Michael Oliver (3 February 1945 – 2 March 2019). Δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2019, μόλις 8 μήνες μετά τον θάνατο του.

Η κίνηση ΜΗΔΕΝΙΚΗ ΑΝΟΧΗ μετέφρασε το άρθρο και το δημοσίευσε τον Ιανουάριο του 2020. Για τη μεταφορά, Ελένη Μπαρμπαλιά.

 


[1] Απόδοση υιοθετημένη από τον Πρόλογο της Π. Καραγιάννη «Σπουδές για την Αναπηρία και Παιδαγωγική της Ένταξης» στο βιβλίο «Οι Σπουδές για την Αναπηρία Σήμερα» που εκδόθηκε το 2014.


Πηγή:

https://www.facebook.com/search/top/?q=%CE%BA%CE%AF%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B7%20%CF%87%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%83%20%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%80%CE%AE%CF%81%CF%89%CE%BD%3A%20%CE%BC%CE%B7%CE%B4%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE%20%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%87%CE%AE&epa=SEARCH_BOX

tandfonline.com/doi/full/10.1080/09687599.2019.1612637

 

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ