19.2 C
Athens
Πέμπτη, 18 Απριλίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τα κόκκινα λουστρίνια, της Όλγα Μοσχοχωρίτου

 

21 Απριλίου 1967… Ημέρα Παρασκευή, σαν αύριο, Σάββατο του Λαζάρου.

 

Μέρα μουντή, με ζέστη, γεμάτη λες λιγοθυμισμένα αρώματα από τους ανοιξιάτικους κήπους. Μια αναμονή θανάτου με ελπίδα ανάστασης, ανακατεύεται με τη σκόνη του δρόμου, με τα πέταλα των λουλουδιών που ξεφεύγουν από τους μίσχους, τη γύρη και το ζουζούνισμα των μελισσών. Ένας μαύρος μπούμπουρας έχει εισβάλλει στην κουζίνα, παίζει με το καρό τραπεζομάντηλο, απειλεί την κατσαρόλα με τον αρακά, μπίζα τα λέγαμε εμείς τότε, χορεύει πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

 

«Μην πας Βασίλη στο φούρνο σήμερα, είδα πάλι το αναθεματισμένο τ΄ όνειρο, κάτι σκυλιά σε τραβούσαν πάλι Βασίλη, θα σε θυμηθούν πάλι Βασίλη, στο μάτι σ΄ έχουν, δεν το κλείνεις κι εσύ το στόμα σου, δεν σου έφτασε το ’48, το ‘49, το ‘50, το ‘51, το ‘52… Τα ξέχασες;

 

Εσύ δε μου ‘λεγες Βασίλη λίγο πριν παντρευτούμε, πριν κάνουμε τις κόρες μας… «Αρκετά με τα μακρονήσια… Πάνε αυτά τώρα Αλεξάντρα, τώρα παλεύουμε με τη νομιμότητα».

 

Σε ποιόν τα ‘λεγες αυτά βρε Βασίλη; Αχ, τα βιβλία καλά είναι Βασίλη μου, αλλά σας αδειάζουν το κεφάλι από την πραγματικότητα. Πες τα ντε κι αυτά στο χωροφύλακα, στον κυρ’ Διοικητή που σου κλείνει κάθε τόσο το μαγαζί.. Και σε κείνον τον παστρικοθόδωρο του υγειονομικού που βρίσκει σκόνη και μια μύγα να περνά έξω από το τζάμι του φουρνάρικου «κλειστόν επί τριήμερον, απολύμανσις, πρόστιμον και βλέπομεν»…

 

Και σήμερα αλυχτάνε από τα ξημερώματα Βασίλη μου τα σκυλιά στα ραδιόφωνα…

 

Μην πας Βασίλη μου… Ανέβα στο χωριό, κρύψου μέχρι να περάσει η μπόρα… Να δούμε τί θα κάνουμε…»

 

Της έχει μείνει η εικόνα της σκιάς του στην εξώπορτα να ξεμακραίνει, ψηλός, λίγο σκυφτός, έτσι που κρυβόταν το μεγάλο του μέτωπο…

 

Επιτέλους συνέβη. Έγινε… Δε χρειάζεται πια να περιμένει μήπως τον χάσει. Μήπως της τον πάρουνε.

 

Μπορεί τώρα ήρεμα, να κλάψει με την ησυχία της.

 

Αύριο, μετά το σχολείο, θα ‘ρχόταν κανονικά η νονά της, να την πάρει να πάνε ν’ αγοράσουν λαμπάδα και τα κόκκινα λουστρίνια που είχε δει στη βιτρίνα του μαγαζιού στην πλατεία.

 

«Μην αργήσετε, ένα έχω στο νούμερο του παιδιού… μα, αυτό ψήλωσε πολύ, σε λίγο δεν θα της κάνουν τα παιδικά…»

 

Η γριά Νταϊνα ανασκάλευε τη σβηστή στάχτη του τζακιού όταν ήρθαν τα μαντάτα ότι τον συνέλαβαν και τον έχουν μαζί με τους άλλους στο σχολείο .

 

Έτρεξε η μάνα της μαζί με τις άλλες, έτρεξε  κι αυτή ξοπίσω της, να διαπιστώσει η ίδια πως πάει, αυτό ήταν, αυτό ξόρκιζαν τόσο καιρό… Τους είδαν όλους μαζί πίσω από ένα ντουμάνι καπνού, σε μια σχολική αίθουσα, στους τοίχους φωτογραφίες των αγωνιστών του ΄21, ένας εσταυρωμένος κι ο  Βασιλιάς με τη Βασίλισσα. Έτοιμες ήταν ν’ αρχίσουν τα κλάματα και τις κατάρες στους χωροφύλακες, όταν ακούστηκε η φωνή του γνωστού Ντούλη, του χωρατατζή, του λεβέντη, του φίλου του πατέρα της, «φέρτε καφέ και τσιγάρα και μην ακούσω κλάματα, ούτε κιχ, γιατί σας έφαγα»… Βάλανε τα γέλια…

 

Εκεί, στο ίδιο σημείο τη βρήκαν και λίγο αργότερα.

 

Η γριά Νταϊνα, άσχετη περί τα εκκλησιαστικά, έβριζε, έριχνε κατάρες και έψελνε τα κάλαντα του Λαζάρου, μαζί με τους θρήνους της Μ. Παρασκευής…

 

Λαζαρίνες μου!!! Τους φώναξε…

 

Και συνέχισε, ανακατεύοντας τη στάχτη, πετώντας την δεξιά, αριστερά:

 

«Οι Ιταλοί: πού είν’ ο Βασίλης

Οι Γερμανοί: πού είν’ ο Βασίλης

Οι Έλληνες: πού είν’ ο Βασίλης

Αχ που να μη σας εύρη τ’ Αηβασιλιού, καθάρματα, φασίστες

 

Ξύπνα Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι,
ἦρθε ἡ μέρα σου καὶ ἡ χαρά σου.

Ποῦ ἤσουν Λάζαρε; Ποῦ ἤσουν κρυμμένος;
Κάτω στοὺς νεκρούς, σὰν πεθαμένος.

Δὲ μοῦ φέρνετε, λίγο νεράκι,
πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου πικρὸ φαρμάκι.

Δὲ μοῦ φέρνετε λίγο λεμόνι,
Πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου, σὰν περιβόλι.

 

-Αι γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή σου

 

Ους έθρεψε τω μάννα

Φέρουσι τω Σωτήρι

Χολήν άμα και όξος

-Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον

«Ωχου πώς πονάνε οι μυρωδιές τ’ Απρίλη», βούγιαξε τελικά η γιαγιά της.

Η μάνα της τράβηξε κατά το μέσα δωμάτιο, δεν άντεχε το παραλήρημα της πεθεράς της.

Η γριά, μύρισε λίγες πασχαλιές κι έτριψε στα δάχτυλά της φύλλα βασιλικού.

«Ωχου, πως πονά η νιότη κι ο θάνατος»…

 

Μετά από λίγες μέρες, στη γειτονιά πέρναγε  ο Επιτάφιος.

 

Και έραναν αυτόν οι Μυροφόρες…

 

Κεριά, φλογίτσες, ψαλμωδίες, άνθια σκεπασμένος ο ιερός νεκρός, το ιερό σφάγιο των αιώνων , ο πάσχων άνθρωπος.

 

Ενας έρωτας, ακόμα ανείπωτος, στριμωγμένος στις σόλες των λουστρινένιων παπουτσιών των μικρών κοριτσιών που ακολουθούν όλο χαμόγελα την πομπή, τολμάει να διαφεύγει στον αέρα και να ρίχνει τα νεραντζολούλουδα πάνω στα μαυρομάλλικα κεφάλια αυτών των κοριτσιών που αύριο θα’ χουν να κλαίνε για τις δικές τους χαμένες αγάπες, αλλά ακόμα δεν το ξέρουν.

 

Μα εκείνη τα δικά της κόκκινα λουστρίνια τα δώρισε στο φυλακισμένο της πατέρα.

Όχι δεν τα ήθελε έτσι… Δε θα γινόταν αυτή προδότρα σαν τον Ιούδα.

Κοιτάει από το παράθυρο τα πόδια των κοριτσιών.

Ας τα φορέσει λοιπόν η κόρη του χωροφύλακα.

Ωχου πώς πονάει η ζωή….

                                                            

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ