Κάπως έτσι άρχισαν τα καλοκαίρια να μυρίζουν θειάφι. Όπως, δηλαδή, θα διηγηθώ. Η ιστορία τους αρχίζει, εντέλει, από κάποιο καλοκαίρι στο τέλος του ’60.
Στο ΚΤΕΛ μυρίζει περίεργα. Καμένο πετρέλαιο και ανθρωπίλα.
Οι φωνές, τα κλάξον, ο θόρυβος των εξατμίσεων, τα παιδιά που φωνάζουν –ένας Θεός ξέρει γιατί–, οι μανάδες τους που φωνάζουν ομοίως και οι εισπράκτορες που στριμώχνουν τα μπαγκάζια των επιβατών στην κοιλιά του λεωφορείου δημιουργούν ένα πανδαιμόνιο με στόχο το ταξίδι.
Τη Μαντώ την έχει απορροφήσει όλη αυτή η βαβούρα. Σαν τις μεγάλες λαδιές στην άσφαλτο, που άφηναν φεύγοντας τα λεωφορεία.
«Μην αφαιρένεσαι».
Η φωνή της γιαγιάς την επαναφέρει στην τάξη.
Ο παππούς με τα καλοκαιρινά του, γκρι ντρίλινο κοντομάνικο πουκάμισο και παντελόνι, καβουράκι μπεζ ψάθινο και μπαστούνι μάλλον χάριν γούστου και όχι από ανάγκη, βοηθάει τον πατέρα της να βολέψουν τα πράγματα, που περίσσεψαν από την μπαγκαζιέρα του λεωφορείου, στα δίχτυα πάνω από τα παράθυρα και κάτω από τα πόδια τους.
Η φουριόζικη εμφάνιση του οδηγού, που πήρε τη θέση του πίσω από το τιμόνι, βάζει τέλος στα σούρτα φέρτα συγγενών και επιβατών, στα χαιρετίσματα, στις υπενθυμίσεις και τις συμβουλές. Κατέβηκε και ο πατέρας, θυμίζοντάς της να είναι ήσυχη και ν’ ακούει τη γιαγιά της. Η τελευταία αυτή συμβουλή ήταν μάλλον περιττή, γιατί ποιος μπορούσε να μην ακούει τη γιαγιά. Μαύρο φίδι που τον έφαγε. Ο παππούς της της μισόκλεινε το μάτι πονηρά και έτσι το λεωφορείο με προορισμό Καϊάφα-Ζαχάρω ξεκινά.
Είκοσι μέρες στα λουτρά του Καϊάφα με τον παππού και τη γιαγιά. Υλικό για την έκθεση τη νέα σχολική χρονιά: «Πώς περάσατε το καλοκαίρι».
Είναι σούρουπο όταν φθάνουν σε ένα μέρος όλο άμμο και πεύκα. Η θάλασσα απλώνεται δίχως όρια μέχρι το βάθος της δύσης που χρυσίζει τα νερά καθώς βυθίζεται. Μια πύρινη σφαίρα.
Δε σταματούν εκεί. Συνεχίζουν μέχρι που εμφανίζεται μια λίμνη με γεφυρούλες να συνδέουν τις όχθες της. Ποτέ της δεν είχε δει λίμνη. Περνούν μπροστά από ένα παλιό αρχοντικό ξενοδοχείο. Ούτε εκεί σταματούν. Προχωρούν λίγο και ανάμεσα στα πεύκα διακρίνει μικρά δωματιάκια και ηλικιωμένους να κάθονται απέξω, ανάμεσα σε σχοινιά με απλωμένα ρούχα.
Ο δικός τους προορισμός είναι μια πανσιόν δεύτερης κατηγορίας, όπου στα στενά μπαλκονάκια των δωματίων της κρέμονται ομοίως σχοινιά με απλωμένα εσώρουχα και πετσέτες μπάνιου.
Εκεί σταματά το παλιό λεωφορείο και κατεβάζει τους τελευταίους επιβάτες. Ανάμεσά τους και αυτή με τη γιαγιά και τον παππού.
Τα συναισθήματά της είναι ανάκατα, όπως ακριβώς και το στομάχι της από τη ναυτία, τις στροφές της ατέλειωτης διαδρομής και τη μυρωδιά καμένου πετρελαίου.
Σε όλα αυτά προστίθεται και η μυρωδιά από θειάφι, που απλώνεται παντού, νοτισμένη και υγρή, σε κάθε στοιχείο του αέρα από όπου αναδίδεται.
Τι παράξενος τόπος.
Ό,τι αργότερα έμεινε στη μνήμη της από εκείνες τις διακοπές ήταν εικόνες ποτισμένες στο θειάφι, στην υγρασία και την άμμο.
Η γιαγιά κουκουλωμένη από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με μαντίλες και ζακέτες μετά τα λουτρά, να μπαίνει στο δωμάτιο στάζοντας στον ιδρώτα.
Κάτι γυρίνοι στα γλιτσερά νερά της λίμνης, που έπιαναν τα αγόρια .
Και αμυδρά, η σπηλιά των λουτρών στο μισοσκόταδο, με τις μισόγυμνες γυναίκες να κολυμπούν στα θαυματουργά νερά, που θα τις απάλλασσαν από τους ρευματικούς πόνους, τις αρθρίτιδες, τα μητρικά και όλες τις άλλες γυναικείες ασθένειες, που οι χρόνιες μπουγάδες, οι συνεχείς γέννες, το σφουγγάρισμα κι οι αγροτικές δουλειές είχαν συσσωρεύσει στα κόκαλά τους. Έβλεπες τα μέλη τους διαθλασμένα να κινούνται στο νερό και νόμιζες ότι άκουγες το τρίξιμο των οστών τους. Σα να τρίβονταν μεταξύ τους, έτοιμα να γίνουν σκόνη μες στο δέρμα που τα συγκρατούσε.
Εκεί μέσα, η γυναικεία φύση της φάνηκε μυστηριώδης, κρυφή, επώδυνη. Και οι αρρώστιες που με κάποια ύπουλη ηδονή αράδιαζαν οι ηλικιωμένες γυναίκες, σαν τιμωρία.
ΥΓ. Αργότερα πολύ, όταν κι εκείνη πλησίαζε τα χρόνια τους κι ενώ οι καιροί φαίνονταν να’ χουν αλλάξει αλλά όχι κι η ουσία εκείνου του πόνου του γυναικείου μόνο, που ξέφευγε θαρρείς ακόμα από τις φθαρμένες φωτογραφίες των νεκρών πια παλιών καλοκαιριών, ένιωσε πως κατάλαβε επιτέλους τη λατρεία για την Παναγιά τους.
Λατρεία προσωπική που τη μοιράζονταν εξίσου μεταξύ τους, μια σχέση συγγενική, εξ αίματος, εντελώς υλική, σωματική σχεδόν.
Αχ Παναγιά μου και βόηθα Παναγιά και δώστου τα τάματα και οι νηστείες και τα ξασπρίσματα και τ’ ασβεστώματα κι οι βασιλικοί και τα πρόσφορα .
Αυτή η Παναγία που μοιράζονταν όλους τους πόνους τους, που καταλάβαινε όλους τους πόνους τους.
Γι αυτό και τα πεντακόσια ονόματα που της έδωσαν. Η κάθε μια κρατούσε και ένα για τον εαυτόν της.
Η Παναγία η Κανάλα , η Παναγία Σουμελά, η Παναγία η Λιμνιά στη Λίμνη Ευβοίας, η Παναγία Κύκκου στην Κύπρο, η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα, η Παναγία η Αγιασώτισσα και η Παναγία η Φοδελιώτισσα στο Φόδελε του Ηρακλείου Κρήτης.
Η Παναγία Σπηλιανή, Γκρεμιώτισσα , Σαραντασκαλιώτισσα , Θαλασσινή , Παναγία η Κρεμαστή .
Παναγία Γλυκοφιλούσα, Ελεούσα, Βρεφοκρατούσα, Μεγαλομάτα, Θρηνούσα, Δεξιά ακόμα και Τριχερούσα.
Παναγία είναι η Φιδούσα (ή κατ’ άλλους Φιδιώτισσα) ,η Παναγία της Βροντιανής, Παναγία η Τριτιανή και Παναγία η Δεκαπεντούσα, που γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο.
Η δικιά της γιαγιά λάτρευε την Παναγιά την Προυσιώτισσα κι εκεί στο μοναστήρι που κρεμόταν λες απ’ τους γκρεμούς στα σύνορα της Ευρυτανίας με την Αιτωλοακαρνανία, περίμενε να δει τη νύχτα να περνά ανάμεσα απ’ τις κολώνες, μια καλόγρια και να χάνεται. Ηταν η Παναγία που εμφανιζόταν φευγαλέα μόνο στις αγνές ψυχές, έτσι της έλεγε και την τρόμαζε.
Διότι μόνον ο φόβος για τα ιερά και τα όσια ταιριάζει στους θνητούς.
Αγριο το τοπίο και το λεωφορείο πήγαινε ξυστά στα βράχια.
Καμμιά τους όμως δεν επέτρεπε στον εαυτό της να δείξει φόβο. Όχι αυτόν τον φόβο. Φόβο για τον κίνδυνο… Δεν θα επέτρεπε η Παναγία κάποιο ατύχημα.
Εκλεινε σφιχτά τα μάτια της, να μη βλέπει να χάσκουν τα γκρεμνά σύριζα στις ρόδες του λεωφορείου.
Στην ίδια άρεσε μια άλλη Παναγιά, πιο ανάλαφρη . Η Παναγία η Πλατανιώτισσα, μέσα στο δάσος της Φτέρης του Αιγίου. Εκείνη η παναγίτσα που είχε βρει αποκούμπι στην κουφάλα ενός πλάτανου. Με την καπνισμένη παλιά εικονίτσα, τη γεμάτη κτερίσματα και αναθέματα. Μικρά ασημένια χεράκια, μάτια, πόδια, μια καρδιά, κρέμονταν γύρω της…
Ηταν στο δάσος που έκαψαν οι φωτιές του 2007, μαζί με τα πανηγύρια του δεκαπενταύγουστου, τα κλαρίνα , τους χορούς , τα ψητά και το κρασί . Πανηγύρια των ανδρών βέβαια που ούτε καν υποψιάζονταν τις μυστικές ευχές των γυναικών τους, όταν άναβαν τα κεριά και τα καντήλια εκείνης της μαγικής εκκλησούλας.
Που φορούσαν τα καλά τους φορέματα και τα ταγιέρ. Που έφτιαχναν τη ραφή στο μόνο καλό τους καλσόν κι έτρεμαν μήπως και φύγει κανας πόντος. Που έβαζαν λίγο ίχνος κραγιόν και πούδρας, λίγη κολόνια λεμόνι και το χρυσό βραχιόλι του γάμου τους. Να φανούν κι αυτές γυναίκες…
Αχ εκείνα τα καλοκαίρια του ’60!!!
Φαντάζουν μυθικά, αγνά και άσπιλα σαν ασπρόμαυρη ταινία της Finos film.
Λογοκριμένα είναι. Λογοκριμένα από τις ίδιες μας τις μανάδες, τις γιαγιάδες και τις θείες.
Λογοκριμένες ζωές. Λογοκριμένες αναμνήσεις.
Τί άλλαξε στ’ αλήθεια 50 χρόνια μετά;
Πώς μεταλλάχθηκε εκείνος ο αρχαίος πόνος που γλύκαινε τότε με την επίκληση μιας γυναίκας Αγίας του Παντός;
Πώς ν αντιμετωπίσεις την καινούργια αγριάδα, του δικού σου καιρού, χωρίς την τοξική θυσία που σου θύμιζαν εκείνες;
Πώς να διατηρήσεις αναμμένα τα δικά σου καντηλάκια, της πραγματικής επιθυμίας που δικαιούσαι να πραγματώσεις ως ολόκληρος άνθρωπος;
Ας βάλουμε ένα τέλος λοιπόν στα καλοκαίρια του ’60.
(Το πρώτο μέρος είναι ένα απόσπασμα από το Μυθιστόρημά μου «Μπορείς ν’ αλλάξεις μόνο το παρελθόν σου», Εκδόσεις Καστανιώτη 2007)
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2021
ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΤΟΥ ΟΛΓΑ