«Πετάχτηκε καταϊδρωμένη απ το κρεβάτι με κείνη την αίσθηση πνιγμού που την ταλαιπωρούσε μετά από κάθε εφιάλτη.
Τον ίδιο κάθε φορά που πλησίαζαν Χριστούγεννα.
Κυρίως την παραμονή, όταν το κουδούνι χτύπαγε δυνατά για να πουν κάποια παιδιά τα κάλαντα.
Ξεθυμασμένη συνήθεια της φαινόταν πια, χωρίς χαρά χωρίς προσμονή. Και τα παιδιά παραξενεμένα μέσα στον ίδιο τους το ρόλο, ν’ αναμασάνε λόγια δίχως ειρμό και νόημα.
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
κι αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θείαν γέννησιν,
να πω στ' αρχοντικό σας.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται,
εν φάτνη των αλόγων,
ο βασιλεύς των ουρανών,
και ποιητής των όλων.
Ακου «εν τω σπηλαίω τίκτεται»…ποιο απ’ όλα τους μπορεί να τραγουδήσει «εν τω σπηλαίω τίκτεται», ποιο απ’ όλα τους καταλαβαίνει τι λέει…
Λόγια μισά, με χαμόγελα για συγκατάβαση στο μπέρδεμα της γλώσσας…
Ήρθαν για την πλάκα, για το χαρτζιλίκι…
Τέλος πάντων…
Εκείνη πεταγόταν έντρομη…
Πνιγόταν λέει μέσα σ’ ένα βουνό από τρύπιες κάλτσες. Παιδικές.
Χνούδια έμπαιναν από τη μύτη και της στέκονταν στο λαιμό.
Πολύχρωμες τριχίτσες, κλωστούλες και ξέφτια από παλιά μπαλώματα της έφραζαν τον αέρα.
Μέσα από χιλιομπαλωμένες τρύπες που έχασκαν ξεπηδούσαν δάχτυλα.
Δάχτυλα μικρά, με νυχάκια χοντροκομμένα, βρώμικα, παιδικά. Ή κάτι άλλα δάχτυλα χεριών που θύμιζαν εκείνα της γιαγιάς της.
Γυρτά, δάχτυλα όλο τρυπίτσες από τις βελόνες, με καφετιές κηλίδες. Επιδέξια όμως που πηγαινοέρχονταν με ταχύτητα πάνω στο σπασμένο ύφασμα κι έφτιαχναν ραφές, όλο ραφές, να μαντάρουν αυτές τις κάλτσες, τις πολύχρωμες αλλά και παράταιρες, με τα μπαλώματα, αλλά οι τρύπες τους όλο έχασκαν, κι εκείνα συνέχιζαν το μπάλωμα και οι κάλτσες πλήθαιναν και οι τρύπες μεγάλωναν κι ένα σύννεφο σκόνης από υπολείμματα σαπουνιού, χνούδια και κομματάκια υφασματένια της έφραζαν τους πνεύμονες.»
****
Ποτέ μου δεν κρέμασα Χριστουγεννιάτικες κάλτσες στο τζάκι, πολυτέλεια που μου παρείχε το νεόδμητο διαμέρισμα.
Στο πατρικό μου άλλωστε, δεν υπήρχε τζάκι, μόνο μια ξυλόσομπα κι αργότερα εκείνη του πετρελαίου, που αποτέλεσε πρόοδο τα χρόνια του ’70 και γύρω της και πολλές φορές η μάνα μου κρεμούσε εσώρουχα και κάλτσες, μήπως στεγνώσουν, μιας και η υγρασία της παραθαλάσσιας πόλης νότιζε τα ρούχα ακόμα και τα στεγνά, πόσο μάλλον τα φρεσκοπλυμμένα.
Εμείς είχαμε μια σόμπα kresky. Την έφερε περήφανα ο πατέρας μου μια βροχερή μέρα του Νοεμβρίου, στα τέλη του θάταν, «ταγιΑντρεός» μάλλον, που αν δεν ήταν καλά ρυθμισμένη ντουμάνιαζε ο τόπος.
Αλίμονο αν υπήρχε κρεμασμένη μπουγάδα.
«Έχει όμως πολύ καλή απόδοση λόγω του βεντιλατέρ», δικαιολογιόταν ο πατέρας μου στις αποδοκιμασίες και την δολοφονική ματιά της μάνας μου.
Ακόμα έχω στ’ αυτιά μου το θόρυβό της! Ακουγόταν περίπου σαν δεκαοχτούρα, στη χαμηλή ένταση, με διακριτές "αναπνοές" καθώς παράγονταν οι "τούφες" της καύσης, ενώ ταυτόχρονα, ένας συνεχής ήχος σαν νερό που τρέχει (όπως κάνουν και τα ξύλα στο τζάκι όταν είναι υγρά, ή το σίδερο όταν πρεσσάρει βρεμένα ρούχα), ακουγόταν πάνω από τον πρώτο!
Η μάνα μου ήταν πολύ εφευρετική σε ό,τι αφορούσε την οικιακή οικονομία. Γνώσεις που δεν μας μάθαιναν στο σχολείο, παρόλο το σχετικό μάθημα.
Για παράδειγμα εκτός από τη χειμερινή επιχείρηση «στέγνωμα των ρούχων», γνώριζε πώς από μισό κοτόπουλο ψητό στο φούρνο με πατάτες, μπορούσες να θρέψεις τέσσερα παιδιά για δύο μέρες, γυρίζοντας την επομένη το υπόλοιπο λίπος του ταψιού σε σάλτσα για μακαρόνια που σιγοψήνονταν μέσα του.
Ή πώς η φακή της Τετάρτης που περίσσεψε, μπορούσε να εμπλουτιστεί με κριθαράκι βρασμένο στη ντομάτα και να παρουσιαστεί ως καινούργιο πιάτο την επόμενη Παρασκευή, ή εκείνο το άλλο, που δεν κατέβαινε με τίποτα.
Φασολάδα άσπρη, επαυξημένη με κοφτό μακαρονάκι... Έλεος!!!
Ατελείωτοι οι συνδυασμοί της, άλλοτε πετυχημένοι κι άλλοτε ψευτοαποσπόρια των προηγουμένων, που κάλυπταν όπως – όπως το επόμενο γεύμα.
Η μνήμη είναι άχρονη, ή σαν εκείνη τη παραγεμισμένη «μπάμπουσκα», τη ρώσικη κούκλα που άνοιγε και γένναγε κουκλάκια διαρκώς, ώσπου το τελευταίο, μικρό σαν μπιζελάκι, έκλεινε τον κύκλο μιας θηριώδους γέννας…
Κάπως έτσι μοιάζουν και οι ιστορίες που μπαίνουν σφήνα στο μυαλό μου, όταν σκέφτομαι το μυστήριο με τις πολύχρωμες κάλτσες και την εποχή που το γέννησε. Ίσως για ν’ αποφύγει η σκέψη να αντιμετωπίσει το «γιατί».
Γιατί ένα είναι σίγουρο: γιορτινές κάλτσες δε θέλησα ποτέ, ούτε έτσι, για γούστο.
Με στοίχειωναν οι πολύχρωμες, χοντρές, χειμωνιάτικες κάλτσες!
****
Το Ορφανοτροφείο βρισκόταν κοντά στα «γύφτικα». Έτσι αποκαλούσαν οι νοικοκυραίοι της πόλης την περιοχή πάνω από την Αγία Αικατερίνη, δίπλα στα προσφυγικά. Ήταν η εποχή που δεν είχε εφευρεθεί ακόμα η πολιτικά ορθή ορολογία για τους ευάλωτους πληθυσμούς, τις μειονότητες, τους διαφορετικούς, τους περιθωριακούς.
Αλλά η αντιμετώπισή τους παρέμενε η ίδια. Πάντα. Και τότε και σήμερα.
Εκεί λοιπόν, στο άχαρο κτήριο υπό την εποπτεία της Μητρόπολης, έπρεπε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες να κάνουμε το καθήκον μας σαν καλά χριστιανόπουλα «που έχουμε ένα πιάτο φαΐ, ρούχα, βιβλία, γονείς κι ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας», όπως δήλωνε αξιωματικά η γιαγιά.
Ήταν η εποχή που το να «δίνεις κάτι στον φτωχότερο από σένα» λεγόταν ξεκάθαρα «φιλανθρωπία λόγω των ημερών», ούτε «αλληλεγγύη», ούτε τίποτα. Τώρα μου φαίνεται πιο τίμιο.
Μας έσουρνε λοιπόν η γιαγιά, εμένα και την αδερφή μου, μετά το μεσημεριανό φαγητό, μέσα στο κρύο και την υγρασία, στην άλλη πλευρά της πόλης, στρυμωγμένες σα σαρδέλες στα αστικά λεωφορεία που μας πήγαιναν στον προορισμό μας.
Η καλή πράξη της χρονιάς, περιλάμβανε εκτός από παλιά ρουχαλάκια, σπασμένα παιγνίδια και μισοφαγωμένα τετράδια που πηγαίναμε ως δώρα στα παιδιά χωρίς γονείς, ή παιδιά πεταμένα από γονείς φτωχότερους από εμάς, άρρωστους, ή μπεκρήδες πατεράδες και μανάδες πλύστρες της γειτονιάς και χειρωνακτική εργασία.
Δηλαδή το ατέλειωτο μπάλωμα σε στοίβες από τρύπιες, παιδικές κάλτσες.
Για να μάθουμε πόσο επίπονη είναι η ζωή. Για να μάθουμε πως αξίζει μόνο ό,τι πιάνουν και φτιάχνουν τα χέρια μας.
Ούτε οι ζαχαρωμένες τηγανίτες που μας είχε τάξει, ούτε τα ριγέ κασκόλ που μας έπλεκε νυχθημερόν όπως έλεγε για να ναι έτοιμα την πρωτοχρονιά, γλύκαιναν εκείνη την μουχλιασμένη, στιφή αίσθηση που με κατέκλυζε μέσα σε κείνο το αφιλόξενο, υποφωτισμένο κτήριο. Ένα θλιβερό δεντράκι στην είσοδο, στολισμένο με σαρακοφαγωμένα χριστουγεννιάτικα παιγνίδια, μπαμπάκια για δήθεν χιόνι και μια ξεθωριασμένη χρυσαφή γιρλάντα, τόνιζε ακόμα περισσότερο την αθλιότητα των πολυκαιρισμένων τοίχων και τα μισοφαγωμένα μωσαϊκά των διαδρόμων.
Παιδιά δεν συναντούσαμε πουθενά. Ούτε παίζαμε. Ούτε τους δίναμε στο χέρι τα καλούδια μας. Αν γινόταν αυτό ίσως και να γλύκαινε η ατμόσφαιρα. Και πάλι, λέω «ίσως», γιατί δεν ξέρει κανείς αν τα παιδιά θα είχαν καμιάν όρεξη να συναντήσουν τους «δήθεν ευεργέτες τους».
Το χειρότερο όμως ήταν να φιλήσουμε το χέρι ενός παπά που μύριζε λιβάνι και μπαγιάτικο καπνό.
Δεν ξέρω γιατί τα κιτρινισμένα του δάχτυλα και οι κόκκινες φλεβίτσες που έσπαγαν στο άσπρο των ματιών του, με έκαναν ν’ ανατριχιάζω κάθε φορά που μου χάιδευε το κεφάλι, καθώς έσκυβα να φιλήσω εκείνο το λερό χέρι.
Ξέρω καλά όμως πως εκείνα τα θολά μάτια και τα χέρια που βρωμούσαν νικοτίνη και λιβάνι, ξεπρόβαλαν κι αυτά μέσα από τις πελώριες τρύπες στις κάλτσες που με βασάνιζαν για χρόνια, τις αμπάλωτες τρύπες που ποτέ τους δεν έκλεισαν, όσα χρόνια κι αν πέρασαν.
Μια τρύπα έμεινε στην καρδιά, που δεν τη γέμισαν ποτέ τα χριστουγεννιάτικα δώρα και γλυκίσματα, ακόμα κι όταν η εποχή το «σήκωνε» ή έμοιαζε να το σηκώνει.
Γιατί έτσι φαίνεται πως γίνεται με τις τρύπες που αφήνουμε πίσω μας.
Μένουν εκεί ες αεί, απειλητικές να μας καταπιούν, ειρωνικές στα ψευτομπαλώματα που κοροϊδεύουν τον καιρό, έως ότου ένα παιδικό πόδι θέλει να παίξει μπάλα και τεντώνοντάς το, πετάγεται θρασύ το μεγάλο του δάχτυλο και σου ζητά τα ρέστα.