Τους ονειρεύομαι συχνά, μα πιο πολύ τις μέρες τις γιορτινές. Πρώτους απ' όλους τους παιδικούς και ξαναζωγραφίζω το τότε, όταν με τα αυτοσχέδια τρίγωνα από λαμαρίνα και οργανέτο με χορδές από μεσινέζα και ηχείο από φλασκί κομμένο στη μέση ξεφαντώναμε στα κάλαντα. Τους ονειρεύομαι όταν είμαι μόνος στην άδεια κάμαρα πίσω από μια σελίδα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω το μέλλον καθώς περπατάω στο παρελθόν.
Ένα έργο τέχνης, όπως ποίημα, μυθιστόρημα, μουσική εκτέλεση, ζωγραφικός πίνακας, κινηματογραφική ταινία, για να σε ‘’πιάσει’’, οφείλει να αποσπάται απ’ τη σελίδα, την παρτιτούρα, το κάδρο και την οθόνη και να γίνεται κομμάτι ζωντανής ουσίας και παλλόμενης σάρκας.
Ίσως και να δυσκολεύομαι στην περιγραφή, στην εξήγηση με λόγια. Κάτι με τραβάει πίσω, με φιμώνει. Πολλές φορές πετάγομαι τη νύχτα απ' το κρεβάτι ασθμαίνοντας. Σα να 'μαι μπουζουριασμένος με ζουρλομανδύα και μ' ένα καραβόπανο να σφίγγει τα χέρια μου.
Το έθιμο των πανηγυριών στην καρδιά του Αυγούστου, της Παναγιάς, έκλεινε από παλιά τον ετήσιο αγροτικό παραγωγικό κύκλο.
«Άκουσα ανάμεσα στους παφλασμούς των κουπιών, τις φωνές, τους καυγάδες
των αρχηγών, για λάφυρα που δεν είχαν ακόμη συναχτεί, για τίτλους
που δεν είχαν ακόμη θεσπιστεί. Κι είδα στα μάτια τους
το μίσος για όλους, τ' άγριο πάθος των πρωτείων,
και μέσα μέσα, όπως στο βάθος σκοτεινής σπηλιάς ανίσχυρη πυγολαμπίδα,
είδα και τη δική τους μοναξιά. Πίσω απ' τα γένια τους
σπίθιζε ολόγυμνη η μοίρα τους, σαν πίσω απ' τα γυμνά κλαδιά ενός δάσους
μια στεγνή πεδιάδα στο φεγγαρόφωτο, σπαρμένη μ' άσπρα κόκαλα.
Κι ήταν σα μια ευτυχία η γνώση αυτή - μια άφεση,
μια κατευναστική παραδοχή, μια αδρανής ευφροσύνη
απ' την αφή του αιώνιου και του τίποτα…» [1]
Με ποιόν ακριβώς θα πρέπει να αγανακτήσουμε; Με το ποιός παρέδωσε την τηλεόραση στους μεταπράτες; Γιατί να κατηγορούμε τους μεγαλέμπορους γι' αυτό που είναι;
Σπάνια θα συναντούσες φοιτητή, σπουδαστή, υποψιασμένο ή εξεγερμένο νέο, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70 έως το τέλος της δεκαετίας του '80, που στο κοινότοπο δωμάτιό του να μη βρισκόταν κρεμασμένη μια αφίσα από το 1900. Ειδικά εκείνη με τους εξεγερμένους κολίγους.
«Χάκκας Μάριος, στιχουργός και αυτοκτόνος». Ένας άοπλος Σαμαρείτης, ένας πυρπολητής και τυφεκιοφόρος των λέξεων, που έφυγε μόλις στα σαράντα ένα του χρόνια, σαν σήμερα 5 του Ιούλη το 1972.
«Ο σημερινός πόλεμος γίνεται προκειμένου να κριθεί το ποιος θα εκμεταλλεύεται τα Βαλκάνια, την Τουρκία, την Περσία, την Αίγυπτο, την Ινδία, την Κίνα, την Αφρική. Και εμείς ακονίζουμε τα σπαθιά μας προκειμένου να εκφοβίσουμε τους νικητές ώστε να μοιραστούν τα λάφυρα με εμάς. Οι εργάτες τώρα δεν ενδιαφέρονται για τα λάφυρα- δεν θα πάρουν τίποτε από αυτά έτσι και αλλιώς.
Θα είναι κέρδος μου να καταχτήσω την υπομονή μέσα στην υπομονή μου, κι ας μου το λέει ένας μεταφυσικός όπως ο Ρίλκε.
Θέλουμε να μιλήσουμε για τον κομμουνισμό της εποχής μας, την αναγκαία αλλά όχι δεδομένη προοπτική. Θέλουμε να μιλήσουμε ταυτόχρονα για την καθημερινή επιβίωση και τον αγώνα γι’ αυτήν.