Οι τελευταίες εικόνες του 2020 που σφραγίζουν την επικοινωνιακή διαχείριση μιζέριας αλλά και κυνισμού του συνόλου των προβλημάτων της χώρας από την πολιτική εξουσία και την κυβέρνηση της νεοδεξιάς του Κυριάκου Μητσοτάκη, όπως αυτά πήραν εκρηκτικές διαστάσεις με την έλευση της πανδημίας του covid-19, είναι οι παρακάτω:
Εμενε στο διπλανό σπίτι. Σπίτι, τρόπος του λέγειν, το ισόγειο ενός διώροφου νοίκιαζε με τη μάνα της, που κανονικά ήταν μαγαζί, με τα ρολά του και με τα όλα του, για έτσι δηλαδή το προόριζε ο ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του. Ο έμπορος κυρ- Παναγιωτάκης με την κυρά Μαρία τη δασκάλα.
ΣΕ ΣΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΚΟΥΤΕ της Λούλας Αναγνωστάκη, σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Αβρανά. Μια παράσταση του Εθνικού Θεάτρου εν μέσω καραντίνας και υπό αυτή τη συνθήκη. Ήτοι μία παράσταση live-streaming ή –όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι παραγωγοί του – live shooting!
Συνέντευξη Όλγας Μοσχοχωρίτου στον Κωνσταντίνο Λάππα
Σήμερα μας άφησε οριστικά ο Γιώργος Δελαστίκ. Και αυτό το «οριστικά», για τους οπαδούς του διαλεκτικού υλισμού και του επιστημονικού Μαρξισμού, για τους κομμουνιστές, όπως ο Γιώργος, δε σηκώνει ούτε «καλούς παραδείσους», ούτε «καλά ταξίδια», όπως συνηθίζεται στις σύγχρονες νεκρολογίες.
Από πολύ μικρή λάτρευα τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ίσως γιατί απέπνεαν την γοητεία του απαγορευμένου, εφόσον στο σπίτι μας ο πατέρας τα έκρυβε κάτω από το στρώμα της κρεβατοκάμαρας , απ’ όπου τα αλίευα εγώ: «Μάσκα», Τζέιμς Τσέις, κ.λπ.
Όταν ο πατέρας τις έβαλε να διαλέξουν για προίκα τους ένα οικόπεδο στου Παπάγου ή το νεοκλασικό του Μεταξουργείου, με θέα την Ακρόπολη, μες στο κέντρο, τα σινεμά και τα θέατρα, δυο βήματα το Κοτοπούλη, εκείνη σαν μεγαλύτερη φώναξε «φυσικά το νεοκλασικό δικό μου» κι ας είχε ακόμα σημάδια στις προσόψεις από τις μάχες του Δεκέμβρη του ‘44 κι ήταν κλειστό εδώ και δέκα χρόνια.
Μετά το θάνατο της μητέρας τους από φυματίωση στο λοιμό του ’41, η οικογένεια έμενε στο πατρικό του πατέρα, μια διπλοκατοικία στο Παγκράτι που όμως προορίζονταν για την χήρα θεία από την πλευρά του πατέρα τους που συγκατοικούσε μαζί τους. Στην αδερφή της έμεινε το οικόπεδο προς το βουνό, «τί, εκεί θα με φάνε τα τσακάλια» κατόρθωσε να ψελλίσει , αλλά το βλέμμα του Στρατηγού σ’ έκοβε με τη μία, σαν ξιφολόγχη, δε σήκωνε πολλά-πολλά. Η μεγαλύτερη διαλέγει πρώτη.
Θέλουμε να μιλήσουμε για τον κομμουνισμό της εποχής μας, την αναγκαία αλλά όχι δεδομένη προοπτική. Θέλουμε να μιλήσουμε ταυτόχρονα για την καθημερινή επιβίωση και τον αγώνα γι’ αυτήν.