18.6 C
Athens
Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Δημήτρης Πετσετίδης: καταγράφοντας την ασφυξία των ανθρώπινων σχέσεων

Έφυγε από τη ζωή στις 14 Απριλίου ο συγγραφέας Δημήτρης Πετσετίδης.

 

Γεννήθηκε στη Σπάρτη στις 2 Αυγούστου 1940, σπούδασε μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση ως φροντιστής. Δούλεψε επίσης ως γελοιογράφος, ενώ από το 1977 δημοσιεύονται διηγήματα του σε εφημερίδες και περιοδικά. Το πρώτο του βιβλίο Δώδεκα στο δίφραγκο (εκδ. Νεφέλη) κυκλοφόρησε το 1986. Εξέδωσε επτά συλλογές με διηγήματα και μία νουβέλα. Τιμήθηκε το 2011 με το βραβείο Ουράνη από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του.

 

Ο Δημήτρης Πετσετίδης, λάτρης της μικρής και λιτής φόρμας παγιδεύει με δεξιοτεχνία τον αναγνώστη στα διηγήματα του. Σύντομες και περιεκτικές οι ιστορίες του, μεταδίδουν την ασφυξία των ανθρώπινων σχέσεων στα μεταπολεμικά χρόνια, στην πόλη ή στο χωριό, την ένταση των ιστορικών στιγμών, όπως η αντίσταση και ο εμφύλιος (με ιδιαίτερη αναφορά στην Πελοπόννησο). Καθηλώνουν τα βάσανα των ηρώων του, οι έρωτες τους, η αναπότρεπτη μοίρα των ηττημένων, η κτηνωδία των παρακρατικών.

 

Παρόλη την «οικονομία» στις σελίδες και την έκταση των διηγημάτων του, ο Πετσετίδης αποτύπωσε μοναδικά και απολαυστικά μια περίοδο που τείνει να ξεχαστεί ή διαστρεβλώνεται συστηματικά από τον μεταμοντέρνο αναθεωρητισμό.  Αλλού με χιούμορ και τρυφερότητα, αλλού με γλυκόπικρη νοσταλγία, αλλού με ωμές περιγραφές, ο Δ.Π. ξύνει τις πληγές μιας εποχής βίαιων αντιθέσεων και συγκρούσεων στη δίνη των οποίων έζησε ο ίδιος και η γενιά του. Και αυτή ακριβώς η επιλογή του, μαζί με τη συνεκτική, «σπαρτιάτικη» φόρμα γραφής, συνιστά την πολύ σημαντική προσφορά του στην ελληνική λογοτεχνία.

 

Χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

 

Η κακιά ώρα

Περνούσε έξω από το μοναστήρι της Ζερμπίτσας και στο δρόμο του συνάντησε δύο ζητιανάκια. Κοντά στην πόρτα του μοναστηριού τα ζητιανάκια του είπαν κάτι, ποιος ξέρει αν του ζήτησαν ψωμί ή λεφτά ή αν απλώς τον χαιρέτησαν.

«Τι τη θέλετε τη ζωή, ρε μουλόσποροι;» φώναξε και τραβώντας το πιστόλι του τα σκότωσε και τα δύο επιτόπου.

Η ηγούμενη που άκουσε τις πιστολιές πετάχτηκε έξω από την πόρτα και βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα τον καταράστηκε.

Γυρίζει εκείνος τότε το πιστόλι κατά πάνω της, τραβάει μια, τραβάει δυο, το όπλο παθαίνει αφλογιστία. Η ηγούμενη ατάραχη τον κοίταξε και τον ξανακαταράστηκε. Βάζει τότε εκείνος το σαρανταπεντάρι στη θήκη και φεύγει σαν κυνηγημένος.

Ύστερα από χρόνια, όταν πέρασε εκείνη η κατάσταση, ο Μαυράκος έλεγε πως δεν έχει μεταμεληθεί κανένα φόνο από όλους όσους είχε διαπράξει, εκτός από τα καημένα τα ζητιανάκια.

Πολλές φορές είχε ισχυριστεί ότι ξεκαθάρισε σαράντα εννέα νοματαίους κι ούτε το μετανιώνει, εξόν από εκείνα τα δύο κακόμοιρα.

Έφταιξε έλεγε, η κακιά ώρα.

 

(Από το βιβλίο του Δημήτρη Πετσετίδη, Λυσσασμένες Αλεπούδες, Κέδρος 2007)

 Κ. Μο.

 

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ