«Ζωή είναι το άθροισμα των επιλογών μας»
Αλ. Καμύ
Την Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015, το βράδυ, βρεθήκαμε ομολογουμένως με μεγάλη χαρά στο υπόγειο του REΧ στην Πανεπιστημίου, στην ανακαινισμένη αίθουσα λίγων θέσεων «Κατίνα Παξινού», ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Στάθη Λιβαθινού, για τα εγκαίνια της Πειραματικής Σκηνής που ξαναλειτουργούσε μετά από 8 χρόνια.
Επρόκειτο για ένα διήμερο εορταστικών εκδηλώσεων και ειδικότερα την Παρασκευή παρουσιάστηκε στα ΜΜΕ όλο το πρόγραμμα της Πειραματικής από τους καλλιτεχνικούς υπεύθυνους, ήτοι τον Ανέστη Αζά και τον Πρόδρομο Τσινικόρη, αλλά και από τους σκηνοθέτες που συνεργάζονται φέτος με την Πειραματική και θα έδειχναν εκεί τη δουλειά τους. Επίσης παρακολουθήσαμε και ένα μικρό αφιέρωμα στην ιστορία της εφόσον ως γνωστόν ο Στάθης Λιβαθινός είχε πρωτολειτουργήσει την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού το 1996 .
Για να διαθέτει δε και ένα διαφορετικό γκλάμουρ που να συνάδει με ένα παιχνιδιάρικο underground πολιτικό σχόλιο των ημερών, μας προσκαλέσανε για δωρεάν κούρεμα στην είσοδο της Σκηνής από επαγγελματίες κομμωτές του Εθνικού Θεάτρου (όντως!)
Σ’ αυτήν την παρουσίαση λοιπόν, επαναλαμβάνω στις 6 Νοεμβρίου 2015, στο κατάμεστο από δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και λοιπούς, θεατράκι, μεταξύ των άλλων, η Πηγή Δημητρακοπούλου μάς εξέθεσε το γενικό πλάνο και την κεντρική ιδέα της παράστασης Η «Ισορροπία του “Nash” που προετοίμαζε, αναφερόμενη φυσικά στο έργο του Καμύ, «Οι Δίκαιοι», το βιβλίο του Σάββα Ξηρού «Η Μέρα εκείνη-1560 ώρες στην εντατική-Μια μαρτυρία για το δικό μας Γκουαντάναμο» που είχε ήδη κυκλοφορήσει από το 2006 και στα άλλα κείμενα που θα χρησιμοποιούσε.
Προσωπικά, μου έκανε εντύπωση πώς μια γενικώς χαμηλών τόνων και mainstream σκηνοθέτης, γνωστή περισσότερο για τις σκηνοθεσίες της στην τηλεοπτική μεταφορά λογοτεχνικών κειμένων (Η αίθουσα του θρόνου κλπ), αποφάσιζε να κολυμπήσει στα βαθιά και βέβαια εξήραμε το ανοιχτό πνεύμα που νοιώθαμε να κυριαρχεί στις επιλογές. Ηδη δε ο Στάθης Λιβαθινός είχε αναγγείλει το αφιέρωμα στον «Εμφύλιο Πόλεμο» και καλούσε τους δημιουργούς να καταθέσουν τις προτάσεις τους.
Μέσα στη γενική κατήφεια ενός επερχόμενου χειμώνα που είχε διαδεχθεί την Ανοιξη της Αθήνας, μετά το καλοκαιρινό κάψιμο όλων των εναλλακτικών από την κυβέρνηση του νεο-ΣΥΡΙΖΑ, διατηρούσαμε ακόμα μια ελπίδα. Οτι τουλάχιστον παραμερίσαμε προς ώρας την ακροδεξιά λαίλαπα του Σαμαρά-Αδωνι-Βορίδη-Βενιζέλου στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κερδίσαμε την αναστολή της πλήρους κατάργησης μιας κάποιας δημοκρατικής ανοχής στα κοινωνικά φαινόμενα και στην κίνηση των ιδεών.
Ετσι λοιπόν η συγκεκριμένη παράσταση βρέθηκε εντός των επιλογών μας και πριν δέκα μέρες βρεθήκαμε να την παρακολουθούμε, χωρίς να παρατηρήσουμε κανένα πρόβλημα προερχόμενο από την πλευρά του κοινού ή αλλού.
Ηταν ακριβώς μετά τη συνέντευξη του Σάββα Ξηρού στο tvxs που είχαν αρχίσει κάποιες επιθέσεις στις εφημερίδες και στα μπλογκ από τους γνωστούς - αγνώστους τού «καταγγέλλουμε τη βία απ' όπου κι αν προέρχεται, εκτός από το κράτος και τους συνεργάτες του», αλλά ο νους μας δεν πήγε στο κακό…
Επρόκειτο πράγματι για ένα δραματουργικό αφήγημα που στηρίζεται στο είδος που έχει κυριαρχήσει στο μεταμοντέρνο θέατρο, δηλαδή το devised theatre, ήτοι το επινοημένο θέατρο, με θέμα την «τρομοκρατία» και ειδικότερα ένα μέρος του υλικού της παράστασης, στηρίχτηκε στο βιβλίο του Σάββα Ξηρού «Η μέρα εκείνη». Απορώ δε που όλος ο πνευματικός κόσμος διεθνώς δεν έχει αποκηρύξει τόσες δεκαετίες τώρα (από το 1949 που πρωτοεμφανίστηκε) το έργο του Καμύ «Οι δίκαιοι» που στηρίζεται κι αυτό σε αληθινά πρόσωπα της τσαρικής Ρωσίας, την Οργάνωση Μάχης, ήτοι το ένοπλο τμήμα του σοσιαλεπαναστατικού κόμματος της εποχής, λίγο πριν τη βομβιστική της επίθεση ενάντια στο Μεγάλο Δούκα Σέργιο, θείο του Τσάρου.
Η Πηγή Δημητακοπούλου, χρησιμοποιώντας ευρεία αποσπάσματα από το έργο του Καμύ, αναπαριστώντας θεατρικά τον Σάββα Ξηρό στο κρεβάτι της εντατικής, όπου του παίρνουν κατάθεση - ομολογία ο εισαγγελέας και ο στρατηγός της Αντιτρομοκρατικής, αλλά και παρεμβαίνοντας με λογοτεχνικά, ιστορικά, δημοσιογραφικά κείμενα, ακόμα και φράσεις από την επίσημη δικογραφία της δίκης της 17 Νοέμβρη, θέτει σε μια κοινωνία που ακόμα και τώρα «στρουθοκαμηλίζει άγρια», όπως και τόσοι άλλοι κλασικοί συγγραφείς, επί τάπητος τα μεγάλα διακυβεύματα: την ανθρώπινη φύση και τις αντιδράσεις της σε θέματα που έχουν σχέση με το καλό και το κακό, τη δουλεία και την ελευθερία, τα όρια της ηθικής μιας πράξης ή μιας επανάστασης. Θέτει και πάλι το θεμελιώδες ερώτημα. Δικαιούται ο εξεγερμένος να σκοτώνει; Τεκμηριώνονται ηθικά οι πράξεις του;
Μέσα σ’ έναν κόσμο παράλογα σκληρό που γεννά τη βία τα ερωτήματα θα επανέρχονται. Και τέλος ποιος ο ρόλος μιας κοινωνίας που θέλει να λέγεται δημοκρατική. Ποιος ο ρόλος και ποια τα όρια δράσης των θεσμικών της οργάνων. Ο σκοπός αγιάζει πάντα τα μέσα; Τελικά αποκηρύσσουμε την βία εκτός από την κρατική;
Αυτή τη δραματοποιημένη σύνθεσή της, την ονόμασε «Ισορροπία του Νας», έναν όρο δανεισμένο από την Θεωρία των Παιγνίων (που τόσο μας παίδεψε το πρώτο εξάμηνο του 2015 όταν μάταια προσπαθούσαμε να καταλάβουμε την διαπραγματευτική τακτική της κυβέρνησης έναντι των δανειστών) που για να είμαι ειλικρινής όσο και να την εξηγούσε ο ηθοποιός από σκηνής και πάλι δεν κατανόησα. Αλλά δεν έχει σημασία.
Θαρραλέα λοιπόν η επιλογή της και δεν υποχρεούται να απολογηθεί για τίποτα. Η Τέχνη κρίνεται μόνο σύμφωνα με τους κανόνες της ύπαρξής της. Αλλωστε η πραγματική Τέχνη επιλέγει τις περισσότερες φορές να προσπαθήσει να φωτίσει το «γκρίζο» και τις « σκιές», πλήττει με το political correct. Αυτές οι γκρίζες ζώνες του ανθρώπινου ψυχισμού, ή της «ανθρώπινης κατάστασης», η υπέρβαση των κοινωνικών ορίων, οι ανορθόδοξοι, είναι που κερδίζουν το νυστέρι του δημιουργού. Αυτό που λέμε «αισθητική δικαίωση του έργου τέχνης» δεν έχει σε τίποτα να κάνει με νόμους και δικαστές.
Θα άξιζε λοιπόν και η συγκεκριμένη παράσταση μιας τίμιας κριτικής με τους παραπάνω όρους, αλλά εδώ που φτάσαμε το τελευταίο που απασχολεί είναι εάν η παράσταση δικαιώθηκε αισθητικά ως προς τους στόχους της. Αυτό που θα έπρεπε να συζητιέται είναι εάν οι ηθοποιοί ερμήνευσαν σωστά τους ήρωές τους και εάν τα ερωτήματα του έργου έφτασαν να αγγίξουν το κοινό.
Αντί γι' αυτό όμως, φτάσαμε να συζητάμε τα αυτονόητα. Για το δικαίωμα του καλλιτέχνη να μην αποδέχεται καμία πολιτική λογοκρισία. Και κυρίως να μην αναγκάζεται σε αυτολογοκρισία. Για την υποχρέωση του Εθνικού Θεάτρου και όλων των κρατικών πολιτιστικών θεσμών και κυρίως του Υπουργείου Πολιτισμού να παρέχει πολιτική, νομική και ηθική κάλυψη σε κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα και κυρίως στο δικαίωμα αυτό το έργο να παρουσιάζεται ελεύθερα και να μην εμποδίζεται το κοινό να προσέλθει για να το παρακολουθήσει.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι γνωστά:
Η Αμερικάνικη πρεσβεία παρεμβαίνει διαμαρτυρόμενη μέσω Twitter, o Κυριάκος Μητσοτάκης της γνωστής οικογενείας, σιγά που δε θα έπαιρνε τη σκυτάλη εκμεταλλευόμενος πολιτικά για άλλη μια φορά το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη, ξεσηκώνοντας ανοίκεια και το σύλλογο των «Ως εδώ», των οικογενειών δηλαδή που όντως είχαν θύματα από τη δράση της πολιτική τρομοκρατίας , κατακεραυνώνοντας το Εθνικό Θέατρο για τις επιλογές του.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα και με κάποιες απειλές περί ρουκετών που θα έπλητταν των Εθνικό Θέατρο εάν συνεχιζόταν η παράσταση (από αυτούς προφανώς που αποκηρύσσουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται), ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου αποφασίζει να κατέβει η παράσταση πριν την ώρα της.
Ολο το ακροδεξιό συνονθύλευμα παραληρεί από χαρά για τη νίκη του, οι διανοούμενοι του «Μένουμε Ευρώπη» κρύβονται ή ψελλίζουν διάφορα ναι μεν αλλά, το Υπουργείο Πολιτισμού παίζει τον Πόντιο Πιλάτο, το ΔΣ του Εθνικού κατόπιν εορτής συντάσσεται με τους συντελεστές που απαιτούν τη συνέχιση της παράστασης , το πολιτιστικό τμήμα του Συριζα και το Τμήμα Δικαιωμάτων «τη βγαίνουν εκ του ασφαλούς από αριστερά», ενώ οι χιλιάδες καλλιτέχνες που είχαν υπογράψει υπέρ της παραμονής του Γ. Λούκου στο τιμόνι του Φεστιβάλ Αθηνών, έμειναν στην συντριπτική τους πλειοψηφία άφωνοι.
Το θλιβερό είναι πως όλες οι δηλώσεις, τόσο του υπουργείου Πολιτισμού, όσο και του καλλιτεχνικού Διευθυντή, ακόμα και μερικές αποστροφές του λόγου της σκηνοθέτιδος εμπεριέχουν στον έναν ή τον άλλον βαθμό έναν απολογητικό τόνο. Μοιάζουν να αισθάνονται την ανάγκη να δικαιολογήσουν και να εκθέσουν τις καλές τους προθέσεις προκειμένου αυτές να γίνουν αποδεκτές από το σύστημα. Εφόσον βρε αδελφέ δεν κινδυνεύει από τίποτα.. . και δηλώνεται καθαρά στο τέλος της παράστασης πως «καμιά ιδέα δεν μπορεί να δικαιολογήσει εγκλήματα εναντίον της ανθρώπινης ζωής»!
Σαν να παρακολουθούμε ένα déjà vu των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης Τσίπρα με τους δανειστές της χώρας, σαν να προσπαθούν να εξευμενίσουν το θηρίο, ρίχνοντας λίγο αίμα στον καρχαρία μήπως και κοπάσει η πείνα του. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι το αναμενόμενο. Το θηρίο εξαγριώνεται και ζητά περισσότερο αίμα.
Μόνο συλλογικότητες και άτομα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και κάποιοι διανοούμενοι που δεν το βάζουν κάτω και τα σωματεία των εργαζομένων των χώρου, άρχισαν να ανταπαντούν στον πόλεμο που διεξαγόταν κυρίως διαδικτυακά και τελικά να καλέσουν στην συγκέντρωση της Παρασκευής έξω από το Εθνικό Θέατρο. Και η μαζική προσέλευση πολιτών, καλλιτεχνών και νέων ανθρώπων, τα πηγαδάκια που άνοιξαν και η απόφαση να πάμε πέρα από το φόβο, ήταν μια ακτίνα φωτός στο «μεσαιωνικό σκοτάδι» που βαίνουμε ολοταχώς.
Αποτέλεσμα αυτής της αντίδρασης είναι και το κάλεσμα εκ μέρους της ίδιας της Πειραματικής Σκηνής για τη συζήτηση της Κυριακής 31 Ιανουαρίου, μέσα στο θέατρο και με θέμα την ελευθερία της τέχνης στην σύγχρονη Ελλάδα. Την ώρα δε που γράφονται αυτές οι γραμμές πληροφορούμαι ότι μετά από απαίτηση των συγκεντρωμένων δίδεται και πάλι η παράσταση.
Οσο να πεις είναι μια νίκη, μικρή αλλά νίκη.
Γιατί η ήττα εκτός από το πεδίο της οικονομίας και στο πεδίο της ελευθερίας κίνησης των ιδεών είναι προ των πυλών.
Τα πολιτικά συμπεράσματα από αυτές τις εξελίξεις βγαίνουν αβίαστα και καμία αυταπάτη δεν δικαιολογείται.
Καλώς ή κακώς δηλαδή πρέπει να βρισκόμαστε σε μόνιμη εγρήγορση και για το παραμικρό.
Η αριστερά και η κομμουνιστική και η ριζοσπαστική, εάν εννοεί τον τίτλο και τα καθήκοντα που απορρέουν από αυτόν, εκτός από τη συμμετοχή της αλλά και την οργάνωση της αντίστασης των εργαζομένων ενάντια στην οικονομική εξαθλίωση και την αποικιοποίηση της χώρας, πρέπει να βρει και πάλι τον παλιό πολιτιστικό της ρόλο. Εχοντας βγάλει τα συμπεράσματά της τόσο από την κοσμογονική παρουσία και παρέμβαση των κομμουνιστών και προοδευτικών διανοουμένων και καλλιτεχνών κατά τον τόσο σύντομο 20ο αιώνα, που της χάρισαν το ηθικό πλεονέκτημα ώστε να βγαίνει νικήτρια ακόμα και μέσα από τις ήττες της, όσο και από τις στρεβλώσεις που εμφανίστηκαν στις «χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού» σε σχέση με την ελευθερία της δημιουργίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι θεωρώ πιο ώριμη να ανακτήσει την ηγεμονία στο πλαίσιο της κίνησης των ιδεών, αυτές που έχουν ως κέντρο τους τον άνθρωπο, δηλαδή τις σοσιαλιστικές, εφόσον όπως έλεγε και ο Μπρεχτ «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο, αφού έχω κι εγώ την ίδια μυρωδιά».
Το πιο θλιβερό όμως είναι πως ειδικά το ΚΚΕ δεν βρήκε ούτε μια λέξη να πει για όλα αυτά τα γεγονότα.
Το σύστημα όμως κλυδωνιζόμενο και μη έχοντας βρει κάποια ισορροπία ώστε να θεωρεί την ηγεμονία του πάνω στις λαϊκές αλλά και πρώην μεσαίες, μορφωμένες τάξεις δεδομένη, δεν έχει την πολυτέλεια να ανέχεται φιλελευθερισμούς σε άλλα πεδία πέραν αυτών της αγοράς.
Η αστική τάξη της χώρας είναι βαθειά ανασφαλής και γι' αυτό δεν διαθέτει ούτε και θα ανεχόταν ένα Μάνο Χατζιδάκι που τολμούσε να την προβοκάρει ανοιχτά.
Είναι αλήθεια και δεν αποτελεί αστικό μύθο, ότι το 1979 όντας διευθυντής του Γ΄ Προγράμματος του δημόσιου ραδιοφώνου, χρονιά κυκλοφορίας της «Ρεζέρβας» του Δ. Σαββόπουλου, άφησε επί μια ώρα να ακούγεται το «μακρύ ζεμπέκικο για το Νίκο», αυτό που αφηγούνταν την ιστορία του Νίκου Κοεμτζή, ως αντίδραση στα λυσσαλέα τηλεφωνήματα του τότε υπουργείου Προεδρίας, επί ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή του Πρώτου.
Και μεταφέρεται προφορικά η ιστορία πως είπε στον Γιώργο Μητρόπουλο «να το ξαναβάλεις και εάν σου πουν οτιδήποτε, να τους απαντήσεις ότι σ' το ζήτησε ο κ. Χατζιδάκις γιατί δεν πρόλαβε να το ακούσει».
Αυτή έπρεπε να είναι και η αντίδραση του Εθνικού Θεάτρου με την πλήρη κάλυψη του Υπουργείου Πολιτισμού: Παρατείνονται οι παραστάσεις του έργου λόγω sold out των εισιτηρίων και μετά από απαίτηση πολλών θεατών.
Και εάν υπήρξαν πολιτικές πιέσεις ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής έπρεπε να τις κοινοποιήσει, να ζητήσει τη «βοήθεια του κοινού» και να είναι σίγουρος ότι τουλάχιστον αυτή θα του δινόταν. Όπως και του δόθηκε χωρίς να τη ζητήσει.
Αντίθετα διαβάσαμε ότι «εξαντλήθηκαν οι αντοχές της κοινωνίας»!
Πώς τις μέτρησαν αλήθεια; Με δημοψήφισμα;
Το ακραίο Κέντρο δημιουργεί ένα ανύπαρκτο κοινωνικό υποκείμενο στο όνομα και την ηθική του οποίου υποτίθεται πως μιλάει.
Είναι το ξαναγράψιμο ένός ολόκληρου κοινωνικού κώδικα που άρχισε με την κρίση του 2010 και συνεχίζεται σήμερα πιο επιθετικά.
Κι έτσι, εν έτει 2016, επί «πρωτοδεύτερης φοράς αριστερής κυβέρνησης» επιστρέψαμε στις θλιβερές μέρες του Νοεμβρίου του 1934.
Μεσοπόλεμος λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά και αφορά στην παράσταση του έργου του Στέφαν Τσβάιχ «Του φτωχού τα’ αρνί» που είχε ανέβη στις 6 Νοεμβρίου. Ολες οι δεξιές και φιλοδικτατορικές δυνάμεις και πέννες του τύπου, υπέρμαχοι των συνετών πολιτικών ηθών είχαν εξαπολύσει έναν βρώμικο πόλεμο κατά του Φώτου Πολίτη, Διευθυντή και Σκηνοθέτη του Εθνικού Θεάτρου. Και βεβαίως κατά του «παρακμιακού» Τσβάιχ, η προβολή του οποίου, μεταξύ άλλων, διατάρασσε και τις καλές μας σχέσεις με την Γερμανία του Χίτλερ, όπου «ιδρύεται νέα πνευματική ιεραρχία».
Και φυσικά και τότε όπως και σήμερα, αυτοί οι αγνοί πατριώτες ανησυχούσαν για τα λεφτά του κοσμάκη που χρηματοδοτούσε το Εθνικό Θέατρο! Ναι. Καμία πρωτοτυπία. Όπως και σήμερα δια στόματος Κ. Μητσοτάκη και Αμερικανικής Πρεσβείας!
Και φώναζε ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης Νόβας «είναι σκάνδαλον Διοικήσεως! Διοικήσεως! Ποιος διοικεί το Εθνικός; Κανείς;»
Η παράσταση κατέβηκε άρον-άρον.
Είναι μακρά η ιστορία της λογοκρισίας της τέχνης στη χώρα μας και όχι μόνο. Ακολουθεί την πολιτική και τη μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης που η άρχουσα τάξη είχε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κηρύξει τη χώρα μας.
Μόνο το γέλιο, οι γελοιογραφίες, η επιθεώρηση και οι εξιστορήσεις των δημιουργών που έβρισκαν χίλιους τρόπους για να ξεφεύγουν, ρηγματώνει το τοπίο.
Τώρα δεν ξέρω πώς το συνέδεσα στο μυαλό μου, αλλά η κότα που πέταξε μια κυρία στου Μαξίμου πριν λίγες μέρες, μου θύμισε τη γελοιογραφία του Φ. Δημητριάδη με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να τον ακολουθεί μονίμως μια κότα. Αφορμή τι άλλο; Το κατέβασμα της παράστασης των «Ορνίθων» του Κ.Κουν που παιζόταν στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών κατόπιν εντολής του, αφού είχαν και πάλι προηγηθεί λίβελλοι και απειλές κυρίως από την εκκλησία που αισθάνθηκε προσβεβλημένη από την σκηνοθεσία του Κουν!
Καλώς ήρθατε στο 1959!
Αλλά προτιμώ να θυμάμαι τον Νίκο Κοεμτζή κάθε πρωί έξω από τα Δικαστήρια της Ευελπίδων να μας ζητάει ευγενικά να αγοράσουμε το βιβλίο του. Και ποιοι είμαστε εμείς που θα κρίνουμε εάν αυτός έτσι ένοιωθε πως ξεχρέωνε την κοινωνία για το έγκλημά του, όπως έλεγε και ο ανάπηρος πια Σάββας Ξηρός στη συνέντευξή του;
ΟΛΓΑ ΜΟΣΧΟΧΩΡΙΤΟΥ