Τη δεκαετία του ΄70 το Ηράκλειο άρχισε να οραματίζεται τη δημιουργία μιας στέγης πολιτισμού, η οποία θα είχε τη δυνατότητα να φιλοξενεί σημαντικές θεατρικές παραστάσεις και μουσικές εκδηλώσεις από τις οποίες η πόλη παραμένει εδώ και χρόνια αποκλεισμένη. Θα μπορούσε όμως να φανταστεί κανείς ότι 45 χρόνια μετά, και αφού η πόλη είχε πια αποκτήσει το δικό της Πολιτιστικό Κέντρο οι συζητήσεις αυτές θα συνεχίζονταν, αλλά πώς; Με αγωνία για το πώς ένα όνειρο ζωής μετατράπηκε σε εφιάλτη μετά την απένταξή του από το επιχειρησιακό πρόγραμμα “Πολιτισμός” το οποίο χρηματοδότησε την πρώτη φάση υλοποίησής του. Με τον προβληματισμό που εγείρουν οι βαρύτατες καταγγελίες για τον τρόπο κατασκευής του από την Ανώνυμη Εταιρεία ΔΕΠΤΑΗ. Αλλά και με την αποστροφή που προκαλούν τα υφέρποντα πολιτικά σενάρια της ανάθεσης της λειτουργίας του μεγάλου αυτού δημόσιου έργου σε ιδιώτες… Και βέβαια, επιστέγασμα όλων αυτών, η πικρή γεύση που αφήνουν οι καταγγελίες τοπικών θεατρικών σχημάτων, ότι δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στην ήδη διαμορφωμένη αίθουσα θεάτρου, αφού το αντίτιμο για τη διάθεσή της είναι απαγορευτικό για τα οικονομικά τους.
Το σύνορο των “δύο κόσμων”
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πίσω ακριβώς από το γιγάντιο Πολιτιστικό Κέντρο που στέκει αγέρωχο, βρίσκεται ένας από τους σημαντικότερους θύλακες του ιστορικού ιστού της παλιάς πόλης, που βουλάζει στην εγκατάλειψη, και κοχλάζει στα προβλήματα. Οι ελπίδες ότι η μελέτη ανάπλασης της παλιάς πόλης θα μπορούσε να δώσει προοπτικές ανάπτυξης μέσα από την ανάδειξη του ιστορικού και μνημειακού πλούτου της περιοχής εγκαταλείφθηκαν αφού ο σχεδιασμός βάλτωσε παρά τις πολιτικές εξαγγελίες που μοιράστηκαν αφειδώς. Η αντίληψη που κυριάρχησε την τελευταία δεκαπεντατία στην πόλη ήταν η “επένδυση” σε έργα βιτρίνας, τα οποία μετέτρεψαν το Ηράκλειο σε μια πόλη δύο ταχυτήτων. Το Πολιτιστικό Κέντρο θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το σύνορο “δύο κόσμων”. Από τη μία του ιστορικού κέντρου που έχει μετατραπεί σε χωματερή άχρηστων αντικειμένων, και καταφύγιο εξαθλιωμένων μεταναστών, και από την άλλη μεριά η εικόνα μιας πόλης που πάλλεται στους ρυθμούς της αγοράς, των μπαρ, των καφετεριών και των ταχυφαγείων…
Πώς εκτοξεύθηκε το κόστος κατασκευής
Η πρώτη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου για την κατασκευή του Πολιτιστικού Κέντρου ελήφθη το 1975 και η σύμβαση δημοπράτησής του υπογράφηκε το 2006. Όταν πια φτάσαμε στο 2014 έχει σχεδόν τελειώσει η πρώτη φάση του έργου που αφορά στο κατασκευαστικό τμήμα του, δηλαδή την ολοκλήρωση του κτηρίου που θα στεγάζει τις δραστηριότητες του Πολιτιστικού Κέντρου. Μια πρώτη ανάγνωση των αριθμών που αφορούν στο κόστος κατασκευής του δίνει μια πρόγευση για το τι ακολουθεί. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ενώ η αρχική σύμβαση του έργου προέβλεπε ότι το κόστος κατασκευής θα ήταν 26.394.291 ευρώ, απογειώθηκε στα 37.862.043 ευρώ. Και εάν προσθέσει κανείς και τη δεύτερη φάση του έργου, που αφορά στην προμήθεια του υλικοτεχνικού εξοπλισμού, το κόστος του έργου εκτοξεύεται στα 49.461.313 ευρώ.
Μακριά από το δημόσιο έλεγχο
Τη διαχείριση του φαραωνικού αυτού έργου, έχει στα χέρια της η δραματικά υποστελεχωμένη τεχνική υπηρεσία της Ανώνυμης Εταιρείας ΔΕΠΤΑΗ, η οποία έχει αλλεπάλληλα καταγγελθεί για τη διαδρομή που έχει επιλέξει για να προχωρήσει η κατασκευαστική ολοκλήρωση του έργου, αλλά και για το γεγονός ότι η πορεία υλοποίησης του Πολιτιστικού Κέντρου εξελίσσεται χωρίς, όχι μόνο τον έλεγχο αλλά και την ενημέρωση του Δημοτικού Συμβουλίου. Δηλαδή με τη δημόσια διοίκηση απούσα… και μάλιστα με τον προκλητικά ανορθόδοξο τρόπο (που έχει καταγγελθεί από το Τεχνικό Επιμελητήριο ως ασυμβίβαστος) η Ανώνυμη Εταιρεία ΔΕΠΤΑΗ να είναι την ίδια στιγμή και προϊσταμένη Αρχή και διευθύνουσα υπηρεσία για την εκτέλεση του έργου (!) Το κατασκευαστικό κόστος του έργου, αρχίζει να εκτοξεύεται στα ύψη, με μια σειρά από συμπληρωματικές συμβάσεις, ενώ την ίδια στιγμή γίνονται τεχνικές μεταφορές εργασιών από την πρώτη φάση του έργου στη δεύτερη, ή με αυτοτελείς δημοπρασίες που σχεδόν τριπλασιάζουν το αρχικό κόστος από τα 757.452 ευρώ στα 2.072.740 ευρώ. Και μέσα σε όλα αυτά, έρχεται η απένταξη του Πολιτιστικού Κέντρου από τη χρηματοδότηση του επιχειρησιακού προγράμματος “Πολιτισμός” στο οποίο είχε ενταχθεί με το ποσό των 11.814.687,43 ευρώ, τα οποία πλέον το αρμόδιο υπουργείο διεκδικεί από το Δήμο Ηρακλείου. Σε αυτή τη δύσκολη χρονική συγκυρία, η νέα Δημοτική Αρχή που αναλαμβάνει καθήκοντα ζητά την παρέμβαση του Σώματος Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων για να ερευνήσουν τη μέχρι σήμερα διαδρομή του έργου, και να μελετηθεί πώς φτάσαμε στην οδυνηρή απένταξή του. Παράλληλα, προσφεύγει στο Ελεγκτικό Συνέδριο σε μια προσπάθεια ο Δήμος να αποφύγει τη χρέωση των 11.814.687,43 ευρώ, που θα τινάξει στον αέρα το δημοτικό ταμείο.
Με έκπτωση 1,38% η δεύτερη φάση του Πολιτιστικού στην “Κάστωρ”
Την ίδια στιγμή όμως αποφασίζει να προχωρήσει στη δημοπράτηση της δεύτερης φάσης του έργου. Μετά από δύο επαναληπτικές δημοπρατήσεις όπου η μοναδική εταιρεία που κατέθεσε προσφορά είναι η εταιρεία Κάστωρ (θυγατρική της ΑΚΤΩΡ, συμφερόντων Μπόμπολα). Η διοίκηση της Ανώνυμης Εταιρείας ΔΕΠΤΑΗ, αποφασίζει να κατακυρώσει την προσφορά της εταιρείας στη δεύτερη διαγωνιστική διαδικασία η οποία προσέφερε έκπτωση 1,38%, (!!!) προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων, τις οποίες επιχείρησε ανεπιτυχώς να εκτονώσει ισχυριζόμενη ότι μειώθηκε δραστικά ο αρχικός προϋπολογισμός του έργου, καθώς συρρικνώθηκε από 11.300.000 ευρώ στα 7.100.000 ευρώ, και μέσα από τη διαδικασία αυτή ουσιαστικά απορροφήθηκε η έκπτωση που θα μπορούσε να δοθεί. Και μέσα σε όλα αυτά, η Δημοτική Επιχείρηση προχωρά σε ένα ακόμα βήμα που πυροδοτεί σφοδρές αντιδράσεις από το Τεχνικό Επιμελητήριο, αφού επιλέγει για την επίβλεψη της δεύτερης φάσης του Πολιτιστικού Κέντρου, να την αναθέσει σε ιδιώτες, πράξη που έχει ευθέως καταγγελθεί ως μη σύννομη.
Απαγορευτική η χρήση των αιθουσών του Πολιτιστικού σε τοπικά σχήματα για οικονομικούς λόγους
Ωστόσο, ένα κορυφαίο ζήτημα που ανακύπτει σήμερα για τη λειτουργία του Πολιτιστικού Κέντρου συνδέεται με το γεγονός ότι τοπικά καλλιτεχνικά σχήματα, όπως έχουν καταγγείλει, δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτό για να παρουσιάσουν το έργο τους, αφού το κόστος διάθεσης των αιθουσών κρίνεται απαγορευτικό για τα οικονομικά τους. Η διοίκηση της ΔΕΠΤΑΗ, ισχυρίζεται ότι δεν έχει στόχο την κερδοφορία αλλά την κάλυψη του λειτουργικού κόστους. Την ίδια στιγμή, η πλευρά των καλλιτεχνών ξεκαθαρίζει ότι η χρέωση που γίνεται από την πλευρά της Ανώνυμης Εταιρείας είναι απαγορευτική και μοιραία τους αποκλείει την πρόσβαση από το Πολιτιστικό Κέντρο. Έτσι, οι σκέψεις που βαραίνουν πλέον κάθε δημότη είναι πώς φτάσαμε στο σημείο, μια τέτοιας εμβέλειας δημόσια υποδομή να μην είναι προσβάσιμη για τα τοπικά καλλιτεχνικά σχήματα, για οικονομικούς λόγους, και στην πράξη να ακυρώνεται ο λόγος για τον οποίο το έργο αυτό κατασκευάστηκε. Η καλλιτεχνική έκφραση περνά από τις Συμπληγάδες των οικονομικών προαπαιτούμενων και δείχνει για μια ακόμα φορά ότι ο Πολιτισμός δεν αντιμετωπίζεται ως δημόσιο αγαθό. Και δυστυχώς η πολιτική αυτή διαχείριση είναι απολύτως εναρμονισμένη με τις χαμηλόφωνες συζητήσεις για την ανάθεση του μεγάλου αυτού έργου σε ιδιώτη, που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με αυτό που η πόλη οραματίζεται εδώ και 45 χρόνια.