Σαν τέτοιες μέρες, πριν από 53 χρόνια, στις 9 του Οχτώβρη του 1967, ο θρυλικός κομαντάντε, όντας αιχμάλωτος και τραυματισμένος θα δολοφονηθεί άνανδρα στο σχολείο της Λα Ιγκέρα στη Βολιβία με εντολή της αμερικάνικης CIA η οποία είχε ενορχηστρώσει μεθοδικά την καταδίωξη και εξόντωσή του.
Τρείς επίλεκτοι πράκτορές της κατάσχεσαν και τα προσωπικά του είδη, δηλάδή το μοναδικό του σακίδιο, με την ελπίδα ότι θα αποκάλυπταν θησαυρό. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκαν. Δε βρήκαν παρά μονάχα 12 φιλμς [ ο Τσε ήταν και φανατικός λάτρης της φωτογραφίας ], καμιά δεκαπενταριά χάρτες, δυο ημερολόγια κι ένα πράσινο τετράδιο.
Όπως πληροφορεί ο Πάκο Ιγνάθιο Τάϊμπο II, εκείνο το πράσινο τετράδιο μόλις το 2002 ήρθε στο φως, όταν ένας φίλος και σύντροφος του συγγραφέα του πρόσφερε το υλικό του τετραδίου σε φωτοτυπίες. Ήταν ένα χειρόγραφο 150 σελίδων και αφορούσε ποιητική ανθολογία, ποιήματα χωρίς τίτλο και μόνο αρίθμηση. Εξήντα εννιά συνολικά ποιήματα που μονάχα το ένα έφερε το όνομά του.
Έπειτα από επίμονη μελέτη και σύγκριση ο Τάιμπο, ταυτοποίησε εκείνα τα άτιτλα ποιήματα. Αφορούσαν ποιήματα από 4 ποιητές τους οποίους ο Τσε είχε μεταφέρει στο χαρτί. Του Χιλιανού Πάμπλο Νερούντα, του Περουβιανού Σέζαρ Βαγιέχο, του Κουβανού Νικολάς Γκιγιέν και του Ισπανού Λεόν Φελίπε.
Η σχέση του Τσε με την ποίηση ήταν μια σχέση πάθους από πολύ νωρίς. Από τα παιδικά του ακόμα χρόνια, όταν ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται καθηλωμένος για ώρες, λόγω του άσθματος που τον ταλαιπωρούσε. Η ποίηση ήταν τότε η καταφυγή του. Οι πρώτοι του ποιητικοί έρωτες ο Νερούντα, ο Μποντλέρ, ο Βερλέν και ο Ματσάδο. Όπως βεβαιώνουν φίλοι και συντρόφοι του ήταν δεινός στην απαγγελία και με απίστευτη ικανότητα απομνημόνευσης. Λένε πως το Νερούντα τον είχε αποστηθίσει ολόκληρο!
Σε ηλικία 26 ετών, από μια μεξικάνικη φυλακή γράφει στους γονείς του τα εξής.
«Διέσχισα τη ζωή αναζητώντας την αλήθεια μου μέσα από χιλιάδες εμπόδια, και τώρα, που βρίσκομαι πλέον σε αυτό το δρόμο, με μια κόρη που θα συνεχίσει την πορεία μου, έχω κλείσει τον κύκλο μου. Στο εξής δεν θα θεωρήσω το θάνατό μου αποτυχία. Ίσως, όπως ο Χικμέτ, ''στον τάφο θα φέρω μονάχα την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού''»
Κατά τη διάρκεια του αγώνα στη Σιέρα Μαέστρα, ο Τσε, οργανώνει και υλοποιεί, κοντά στα άλλα κι ένα παράξενο σχέδιο. Προμηθεύει το βουνό και τους αντάρτες με βιβλία, βιβλία ποιητικά από το Χοσέ Μαρτί και το Χοσέ Μαρία Ερέδα μέχρι το Ρούμπεν Ντάριο, το Γκέτε και τον Χικμέτ.
Σε μια του συνέντευξη το 1961, με την ιδιότητα του Υπουργού Βιομηχανίας της Κούβας, είχε δηλώσει, «Γνωρίζω τον Νερούντα απέξω και στο κομοδίνο μου έχω τον Μποντλέρ, τον οποίο διαβάζω στα γαλλικά».
Ο Τσε ήταν δεινός αναγνώστης, μπορούσε να αφομοιώνει ταυτόχρονα δεκάδες σελίδες. Κάτι ανάλογο με το Λένιν. Από νεαρός άρχισε να γράφει ποίηση, όμως ποτέ δεν στάθηκε ικανοποιημένος από την ποιότητα της δουλειάς του. Γι' αυτό και ποτέ του δεν δημοσίευσε ποιήματά του. Τα περισσότερα γράφτηκαν την περίοδο ανάμεσα στα 1954 με 1956 στη Γουατεμάλα και το Μεξικό.
«Βρίσκομαι μοναχός απέναντι στην αδυσώπητη νυχτιά.
Και στων εισιτηρίων τη γλυκερή βεβαιότητα.
Η Ευρώπη με καλεί σαν το παλιό κρασί,
με μια πνοή σάρκας ξανθής, με των μουσείων της τα εκθέματα.
Και στο αλέγρο σάλπισμα των νέων πατρίδων
νιώθω να ‘ρχεται καταπάνω μου ο αχός
από του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι.
Το παίζει ο Λένιν και το λένε οι λαοί.''
(Τσε Γκεβάρα, «Σκοτεινή αυτοπροσωπογραφία»)
Στην ανθολογία του Μάριο Μπενεδέτι, με τίτλο '»Ακρωτηριασμένη ποίηση» «1977), υπάρχουν ποιήματα 28 Λατινοαμερικάνων ποιητών, που όλοι τους έδωσαν τη ζωή τους για την κοινή υπόθεση πάνω στο άνθος της ηλικίας τους. Ανάμεσά τους και ο Τσε με 9 ποιήματα που στα Ελληνικά έχει μεταφράσει ο Μπάμπης Ζαφειράτος.
«Η συνταγή είναι απλή.
Μη δίνεις δυάρα για τα εμπόδια, χτύπα τον ύφαλο,
σφίξε στα νεανικά σου χέρια την πέτρα την παλιά
και δώσε το σφυγμό σου στα κόκκινα παλλόμενα κοράλλια
στους μικροσκοπικούς κυματισμούς της κάθε μέρας.
Και τότε ασπρειδερέ, χλομέ ποιητή,
κλεισμένε σε τέσσερις τοίχους,
θα γίνεις ο παγκόσμιος τροβαδούρος.
Και τότε τραγικέ ποιητή, ευαίσθητε, αρρωστιάρη,
θα γίνεις ένας ρωμαλέος ποιητής του λαού»
(Τσε Γκεβάρα, «Αποχαιρετισμός στον Τόμας»)
Σε περιόδους αστικής ευταξίας, τότε που οι ''επάνω'' μπορούν και ελέγχουν τους ''από κάτω'', η ζωή και η τέχνη- η ποίηση εν προκειμένω- σπάνια τέμνονται. Ακολουθούν παράλληλες πορείες και στις πιο γόνιμες στιγμές τους η κάθε μια μπορεί να αναγνωρίζει το είδωλό της μέσα στην άλλη. Έτσι ο καιρός τους περνάει αργά, προσπαθώντας πιο πολύ να ερμηνεύουν παρά να μεταβάλλουν το σώμα και το πνεύμα τους.
Σε στιγμές όμως που η αστική ευταξία αμφισβητείται και ανατρέπεται, με πρωτοβουλία των ''από κάτω'', η ζωή και η ποίηση διασταυρώνονται, τέμνονται και αναμετρούνται. Είναι εκείνες οι στιγμές της παραμορφωτικής πραγματικότητας, τότε που η ζωή ή θα οδεύσει στο πουθενά ή θα υπερβεί τον εαυτό της και θα κατακτήσει μια νέα ποιότητα.
Ο Τσε, σαν επαναστάτης και ποιητής, ανήκει στη δεύτερη εκδοχή. Η ποίηση γι' αυτόν αποτελεί άμυνα και καταφύγιο απέναντι στη σκληρότητα της ταξικής ένοπλης πάλης και της ανελέητης κοινωνικής μοίρας της Λατινικής Αμερικής. Επιμένει κάθε φορά να το θυμίζει.
«Είναι μεστίσο, αυτός ο αλλόκοτος ο γιός που έχω στα σπλάχνα μου».
(«μεστίσο», ο απόγονος των Μάγια)
Η μνήμη του πλάνητα- γιατί είναι πλάνητας ο επαναστάτης - πάντα αναδύεται από μέσα του, μέσα από τα ερείπια των Ίνκας που αφάνισαν οι αποικιοκράτες. Μέσα από τα ανθρώπινα ερείπια των θυμάτων της Γιουνάϊτεντ Φρουτ, μέσα από το νοσοκομείο του Μεξικού που υπηρετεί σαν γιατρός, μέσα από την ύπαιθρο και το βουνό που δρασκελίζει, σε μια ηράκλεια προσπάθεια να ξαναχτίσει την αυτοκρατορία της Σονόρας, να σμιλέψει με τα χέρια του τη μεγάλη ανθρώπινη αυτοκρατορία.
«Ήταν ο δρόμος μου μακρύς και το φορτίο ασήκωτο,
απάνω μου ακόμα κουβαλώ το άρωμα απ' του πλάνητα το βήμα
και μέσα απ' το ναυάγιο της υπόγειας ύπαρξής μου
παλεύω απρόθυμα κόντρα στα άγρια ρεύματα,
διατηρώντας άθικτο του ναυαγού το στίγμα.''
(Τσε Γκεβάρα, «Σκοτεινή αυτοπροσωπογραφία»)
Η ποίηση της επανάστασης, αν κάτι διδάσκει, είναι τούτο. Πως οι χαίνουσες πληγές του σύγχρονου ανθρώπου θα γίνουν λαγαρό ποτάμι, ελιξήριο, Κασταλία πηγή που πάντα έρχεται από τα έγκατα της γης. Από τα ορυχεία της Βολιβίας, του Περού και του Μεξικού, από τις ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής, από τα ''κόκκινα παλλόμενα κοράλλια'' και είναι παντού, όπως γράφει ο Νικολάς Γκιγιέν στο ποίημα ''Τσε Κομαντάντε'' που άρχισε να γράφει μια μέρα πριν τη δολοφονία του ακριβού συντρόφου του και διαβάστηκε στην πλατεία της Επανάστασης, στην Αβάνα στις 18 του Οχτώβρη του 1967.
'' Είσαι παντού. Στον Ινδιάνο
τον από χαλκό και όνειρα πλασμένον
κι είσαι στη μαύρη
εξεγερμένη, τρικυμισμένη λαοθάλασσα,
στου πετρελαίου τον εργάτη και του νίτρου
και στη φριχτή εγκατάλειψη
της μπανανοφυτίας, και στης μεγάλης
πάμπας το πετσί
Και στο αλάτι και στη ζάχαρη, και στις φυτείες του καφέ
Εσύ, φιγούρα αναδυόμενη απ' το αίμα σου
καθώς σωριάστηκες,
και ζωντανός, όπως δεν σε ήθελαν,
Τσε Κομαντάντε,
φίλε!.''
Είναι δύσκολο η ζωή να γίνει τέχνη, η ποίηση επανάσταση και η επανάσταση ποίηση. Ο Τσε, αυτός ο ξεχωριστός ''μεστίσο'' τα κατάφερε. Καταφέρνει, κι ας πέρασε μισός αιώνας και βάλε, να μας κάνει να βλέπουμε το φως, να αναζητάμε τον καπετάνιο όχι στο λιμάνι αλλά στα βάθη του πελάγου και να
'' πηγαίνουμε με τα χέρια και να περιορίζουμε την πτήση
επειδή σημασία δεν έχει να φτάσεις μόνος και σύντομα
αλλά να φτάσεις μαζί με όλους και εγκαίρως''
όπως καλλιγράφει ο Ισπανός Λεόν Φελίπε που τόσο λάτρευε.
Παραπομπές
- Πάκο Ιγνάθιο Τάϊμπο II ''Ερνέστο Γκεβάρα''
- Μάριο Μπενεδέτι '' Ακρωτηριασμένη ποίηση''
- Μπάμπη Ζαφειράτου '' Μποτίλιες στον Άνεμο''
- Περιοδικό ''Δέντρο'' Ν 169-170 [2009]