Εμενε στο διπλανό σπίτι. Σπίτι, τρόπος του λέγειν, το ισόγειο ενός διώροφου νοίκιαζε με τη μάνα της, που κανονικά ήταν μαγαζί, με τα ρολά του και με τα όλα του, για έτσι δηλαδή το προόριζε ο ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του. Ο έμπορος κυρ- Παναγιωτάκης με την κυρά Μαρία τη δασκάλα.
4/10/2020
Πηγή: Facebook
Στις διπλές εκλογές του 2012 η Χ.Α. μπαίνει στη Βουλή, γράφοντας μια μαύρη σελίδα στη νεότερη ιστορία μας. Λίγα εικοσιτετράωρα πριν τη δίκη της ΧΑ και με νωπή τη φιγούρα της μάνας να φιλά την προτομή του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα δημοσιεύουμε ένα διήγημα πολιτικής φαντασίας του συγγραφέα Γιώργου Αλεξάτου, που γράφτηκε τον Ιούλη του 2012, αμέσως μετά την είσοδο της Χ.Α. στη Βουλή.
Από πολύ μικρή λάτρευα τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Ίσως γιατί απέπνεαν την γοητεία του απαγορευμένου, εφόσον στο σπίτι μας ο πατέρας τα έκρυβε κάτω από το στρώμα της κρεβατοκάμαρας , απ’ όπου τα αλίευα εγώ: «Μάσκα», Τζέιμς Τσέις, κ.λπ.
Όταν ο πατέρας τις έβαλε να διαλέξουν για προίκα τους ένα οικόπεδο στου Παπάγου ή το νεοκλασικό του Μεταξουργείου, με θέα την Ακρόπολη, μες στο κέντρο, τα σινεμά και τα θέατρα, δυο βήματα το Κοτοπούλη, εκείνη σαν μεγαλύτερη φώναξε «φυσικά το νεοκλασικό δικό μου» κι ας είχε ακόμα σημάδια στις προσόψεις από τις μάχες του Δεκέμβρη του ‘44 κι ήταν κλειστό εδώ και δέκα χρόνια.
Μετά το θάνατο της μητέρας τους από φυματίωση στο λοιμό του ’41, η οικογένεια έμενε στο πατρικό του πατέρα, μια διπλοκατοικία στο Παγκράτι που όμως προορίζονταν για την χήρα θεία από την πλευρά του πατέρα τους που συγκατοικούσε μαζί τους. Στην αδερφή της έμεινε το οικόπεδο προς το βουνό, «τί, εκεί θα με φάνε τα τσακάλια» κατόρθωσε να ψελλίσει , αλλά το βλέμμα του Στρατηγού σ’ έκοβε με τη μία, σαν ξιφολόγχη, δε σήκωνε πολλά-πολλά. Η μεγαλύτερη διαλέγει πρώτη.
Η μάνα μου έφυγε πετώντας σαν πουλί δέκα μέρες πριν φύγει ο πατέρας, ίσως να του ζεστάνει τη μεριά του στο στρώμα της αθανασίας.
Στις αρχές του Δεκέμβρη του 2011, ο Λούτσιο Μάγκρι, έθεσε τέρμα στη ζωή του με τη βοήθεια των γιατρών μιας κλινικής στη Ζυρίχη θεωρώντας ότι δεν έχει κάτι άλλο να πει. Το 2010 είχε κυκλοφορήσει Ο ράφτης της Ουλμ, μια ιστορική αποτίμηση της πορείας του Ιταλικού Κομμουνισμού, ένα βιβλίο πλούσιο και σημαντικό, συμπύκνωση και καταστάλαγμα μιας ζωής αλλά κυρίως συζητήσεων που είχαν ανάψει μετά το 1989-90 στη βάση του αν «όλα έχουν τελειώσει». Ο Μάγκρι ήταν αφοριστικά αισιόδοξος αποτιμώντας το κομμουνιστικό πείραμα του 20ου αιώνα.
Μια φορά κι έναν καιρό, το ιστορικό κέντρο της Αθήνας γέμιζε τα πρωινά από ηλικιωμένους. Μυριάδες κατέβαιναν από τις συνοικίες, είτε με τα πόδια είτε με το τρόλεϊ, το λεωφορείο, τον ηλεκτρικό. Έδιναν ραντεβού στην Αιόλου, στην Αθηνάς, στην Ομόνοια, στο Μοναστηράκι. Να ψωνίσουν ή για κάποια δουλειά αορίστου χρόνου και φύσεως. Κι αν δεν ψώνιζαν, κοιτούσαν. Έψαχναν, έβλεπαν, σύγκριναν τιμές και ποιότητες προγραμματίζοντας τις αγορές του μέλλοντος. Η κάθοδός τους είχε κάποιο σκοπό.
Δεν του είναι καθόλου εύκολο να τη χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη. Δεκαετίες τώρα, κάθε που την άκουγε ή τη διάβαζε κάπου, του ‘φερνε στο μυαλό εικόνες που ‘χε πλάσει τότε που την άκουσε για πρώτη φορά, μικρός, στα χρόνια που ‘ταν ακόμη στο δημοτικό.
Κάπως έτσι φαντάζομαι ότι θα ήταν σήμερα:
Ήταν κρύο το δάπεδο. Ακούμπησε τα πέλματα με αργούς ρυθμούς σαν να χόρευε λικνιστικούς χορούς της Ανατολής. Γύρω οι τοίχοι λευκοί, στιβαροί κάλυπταν και στέκονταν όρια στο κλουβί.
Ακούγονταν φωνές έξω. Δεν μπορούσε να βγει. Ο φόβος είχε αρπάξει τον αέρα.
Το διήγημα που ακολουθεί προέρχεται από έναν υπό κυκλοφορία τόμο των εκδόσεων Άπαρσις που περιλαμβάνει μικρά – μπονσάι διηγήματα, με τίτλο «Τα διηγήματα του εγκλεισμού».
Θέλουμε να μιλήσουμε για τον κομμουνισμό της εποχής μας, την αναγκαία αλλά όχι δεδομένη προοπτική. Θέλουμε να μιλήσουμε ταυτόχρονα για την καθημερινή επιβίωση και τον αγώνα γι’ αυτήν.