19.9 C
Athens
Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αποχαιρετισμός στον Κώστα Καζάκο (29 Μαΐου 1935 – 13 Σεπτεμβρίου 2022), της Όλγας Μοσχοχωρίτου


 

Αντιγόνη  προς Κρέοντα: «Τι είσαι, ο Δίας; Δεν φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι τη νεκροζωή»

 

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2022 το απόγευμα, ο Κώστας Καζάκος, ο μεγάλος θεατράνθρωπος της χώρας μας, εγκατέλειψε  για πάντα τη σκηνή. Αυτήν του θεάτρου και της ζωής, ταυτόχρονα. Λίγο πριν γιορτάσει τα 70 χρόνια του στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου.

Οπωσδήποτε το παρόν αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί κατωτέρω με ένα τυπικό συνοπτικό  βιογραφικό σημείωμα συντεταγμένο από τον ίδιο  τον Κώστα Καζάκο.

Πού να χωρέσει όμως μία ζωή που ταυτίζεται με όλη τη μεταπολεμική πολιτική και καλλιτεχνική ιστορία αυτού του τόπου, σε συμβατικά βιογραφικά;

Πώς να μεταφερθεί το προσωπικό βίωμα και η επίδρασή του σε όσους από εμάς  ενηλικιωθήκαμε, μεγαλώσαμε, πολιτικοποιηθήκαμε  και ωριμάσαμε παρακολουθώντας τον κυρίως στο Θέατρο, αρχικά στο «ΑΘΗΝΑΙΟΝ» και κατόπιν «ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ», στα Αρχαία Θέατρα και τα Νταμάρια, ακόμα και στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά ή το υπέροχο Δημοτικό Θέατρο της Πάτρας, μια μικρή «Σκάλα του Μιλάνου», όπου τον είδαμε να συνομιλεί με το Γαλιλαίο του Μπρεχτ;

Από τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης, μαθητές και μαθήτριες στρυμωγμένοι και στρυμωγμένες στο θέατρο ΠΑΝΘΕΟΝ να δούμε το μυθικό «Μεγάλο μας Τσίρκο».

Κι ακόμα προσωπικά αγαθή τύχη μ’ έφερε τη δεκαετία του 1980 και τις αρχές του 1990 μέσα στο θέατρο  της οδού Ακαδημίας, να παρακολουθώ έκθαμβη κάθε βράδυ το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» του Αλμπυ επί δύο σαιζόν και μετά «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ και «Τζόκιν» του Γκέλμαν και «Διαμάντια και Μπλουζ» της Λούλας Αναγνωστάκη και μετά, αφού η Τζένη Καρέζη είχε εγκαταλείψει πρώτη τη σκηνή,  το «Θάνατο του Εμποράκου» του Αρ. Μύλλερ, όπου η σαγήνη του Ζυλ Ντασσέν μας κατέκλυσε όλους και ο Κώστας Καζάκος ήταν σε όλους τους ρόλους υπέροχος και κατόπιν τον λατρέψαμε στην Όπερα της Πεντάρας του Μπρεχτ και πάλι ήταν ο Ντασσέν με την μπαγκέτα του που τον έκανε να χοροπηδάει ως  Τζόναθαν Πίτσαμ και μια άλλη χρονιά ήταν ο Βασιλιάς Ληρ του Σαίξπηρ και ήταν ο Λεωνίδας Τριβιζάς που καθοδηγούσε τη σκηνή.

Αλλά πάνω από όλους ήταν ο Κώστας Καζάκος και η δική του αύρα και σταθερότητα που ενέπνεε τους ηθοποιούς και τους άλλους συντελεστές.

Ο  Κ. Καζάκος προσπάθησε ως ερμηνευτής να ισορροπήσει ανάμεσα στον λαϊκό εξπρεσιονισμό του Κουν με καταβολές από τη μέθοδο του Στανισλάφσκι με τη μπρεχτική μέθοδο της αποστασιοποίησης.

Έτσι πλησίαζε τους ήρωές του, από τη μια μας τους παρέδιδε ως πλήρη ψυχογραφημένα όντα και από την άλλη μια αδιόρατη απόσταση απέτρεπε την πλήρη ταύτισή μας μαζί τους. Μπορούσαμε να κρίνουμε.

Δεν πίστεψα ποτέ αυτό το δήθεν αισιόδοξο «ουδείς αναντικατάστατος».

Πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι, ιστορικά πρόσωπα, διανοητές, καλλιτέχνες ή και απλοί αγωνιστές της ζωής με ιδιαίτερο ψυχικό κόσμο, που είναι αναντικατάστατοι. Που λείπουν και θα μας λείπουν στις δύσκολες σύγχρονες συνθήκες. Δεν είναι όλοι οι καιροί το ίδιο γόνιμοι.

Ανάμεσα σ’ αυτούς, ανάμεσα για παράδειγμα στο Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Ρίτσο, το Γιώργο Σεφέρη ή τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μάνο Κατράκη, το Μάνο Χατζηδάκι ή το Θάνο Μικρούτσικο,  από σήμερα θα είναι και ο Κώστας Καζάκος.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε οι υπόλοιποι που ακόμα κατοικούμε αυτόν τον πλανήτη κι αυτήν την χώρα, είναι ν’ αποδεχτούμε την απώλεια κι όσοι είχαμε την τύχη να συμπορευτούμε σε προσωπικά, πολιτιστικά ή και πολιτικά μονοπάτια μαζί του, αφού ευχαριστήσουμε αυτήν μας την αγαθή τύχη, να προσπαθήσουμε να φέρουμε στην επιφάνεια όλα εκείνα τα στοιχεία που αυτή η γενιά καλλιτεχνών, παρέδωσε γενναιόδωρα σε όλους μας.

Κι αν ήταν ένα μόνο στοιχείο που θα έπρεπε να διασώσω από την πολυσχιδή προσωπικότητα του Κ. Καζάκου, αυτή θα ήταν οπωσδήποτε η απόλυτη γενναιοδωρία του.

Επίσης ανεξάρτητα από την πολιτική θέση του καθενός, κανείς δεν μπορεί να μην εκτιμήσει τη σταθερότητά του στην πολιτική του στάση.

Η αναγγελία της επίσκεψης του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον στην Αθήνα, στις 13 και 14 Νοεμβρίου 1999 (τελικά πραγματοποιήθηκε στις 19 και 20 Νοεμβρίου), ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά του ΚΚΕ και των οργανώσεων του. Μεταξύ των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας που προγραμμάτισε, σίγουρα η πιο πρωτότυπη ήταν η «δίκη» του Αμερικανού προέδρου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και κυρίως για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία. Ένα χάπενιγκ που διοργάνωσε στις 8 Νοεμβρίου στην πλατεία Συντάγματος η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη (ΕΕΔΥΕ).

Ήταν ένα βροχερό δευτεριάτικο βράδυ, όταν χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν στην εμβληματική πλατεία της πρωτεύουσας για να παρακολουθήσουν την ακροαματική διαδικασία. Παράγοντες της «δίκης» ήταν ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος, που προήδρευσε του «Δικαστηρίου των Λαών», ο ηθοποιός Βασίλης Κολοβός που ανέλαβε χρέη εισαγγελέα και ο επίσης ηθοποιός Γιάννης Καλαντζόπουλος που ανέλαβε συνήγορος των κατηγορουμένων.

 

Πολλοί τον λοιδόρησαν τότε.

Εγώ γνωρίζω όμως ότι πολλά γνωστά ονόματα καλλιτεχνών απέσυραν την υποστήριξή τους από το εγχείρημα την τελευταία στιγμή, κατόπιν πολιτικών πιέσεων. Σημιτικό Πασόκ γαρ…

Όλοι νομίζω το ενθυμούμαστε…

Ταυτόχρονα και δείγμα της γενναιοδωρίας που λέγαμε, ο Κώστας Καζάκος ποτέ δε γύρισε την πλάτη σε κείνα τα στελέχη του ΚΚΕ που διαφωνώντας με την Κυβέρνηση Τζανετάκη και τη συμμαχία με την ΕΑΡ-Συνασπισμό, είχαν αποχωρήσει από το κόμμα.

Διέθετε τη σοφία και τη γενναιότητα να συνεχίσει να συνεργάζεται μαζί τους σε πολιτιστικά θέματα.

Ας αναφερθούμε λοιπόν στο βιογραφικό του, όπως το είχε συντάξει ο ίδιος:

Κώστας Καζάκος, βιογραφικό

 

Γεννήθηκε στον Πύργο.

 Εκδόθηκε το πρώτο του βιβλιάριο ενσήμων του ΙΚΑ.

Μέχρι την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, εργάστηκε σε πλήθος χειρονακτικές εργασίες.

1952  Αποφοίτησε από το Νυκτερινό Γυμνάσιο Παγκρατίου.

Δεν μπόρεσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, λόγω κοινωνικών φρονημάτων.

1953-1956  Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου – Λυκούργου Σταυράκου.

Πρωτοετής ών, επελέγη για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Πλούτωνα, στην «Αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη και σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου.

Δραματική Σχολή Θεάτρου Τέχνης – Κάρολος Κούν.

Εργάστηκε εθελοντικά στην κατασκευή του ιστορικού «Υπόγειου» τού «Ορφέα», κουβαλώντας μπάζα.

Φροντιστής του θεάτρου, στα χρόνια της μαθητείας και μέχρι το 1958, έζησε όλες τις παραστάσεις εκείνης της πενταετίας, παίζοντας βοηθητικά πρόσωπα και σε μερικές περιπτώσεις, σημαντικούς ρόλους.

«Ελεύθερο Θέατρο».

10 απόφοιτοι των ετών 1956-57-58, ιδρύουν τον Εταιρικό Θίασο «Ελεύθερο Θέατρο» και περιοδεύουν στην Ελληνική Επαρχία, με έξη έργα και με σκηνοθέτη τον Λεωνίδα Τριβιζά.

Στρατιωτική θητεία.

 

Σ’ αυτά τα χρόνια, συνεργάστηκε με μερικούς από τους πιο σημαντικούς θιάσους της Αθήνας, έπαιξε κοντά σε μεγάλους πρωταγωνιστές του Ελληνικού Θεάτρου και έκανε πολλές περιοδείες στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό.

 

«Θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου».

24 χρόνια συνεχούς θεατρικής δραστηριότητας. Ανέβασαν πλήθος έργων, κλασσικών και σύγχρονων, του Ελληνικού και του ξένου δραματολογίου.

 

«Θίασος Κώστα Καζάκου».

Μετά το θάνατο της Τζένης Καρέζη, εξακολούθησε να ανεβάζει, κλασσικά κυρίως έργα, να συνεργάζεται με άλλους θιάσους και να σκηνοθετεί.

Έχει συνεργαστεί με τους περισσότερους Έλληνες σκηνοθέτες και με  τρείς ξένους.

 

Έχει παίξει σε 123 έργα.

 

Έχει σκηνοθετήσει 34 παραστάσεις.

 

Έχει παίξει σε 41 κινηματογραφικές ταινίες.

 

Έχει κάνει 3 κινηματογραφικές παραγωγές.

 

Έχει σκηνοθετήσει 1 ταινία.

 

Έχει παίξει σε πολλές τηλεοπτικές σειρές.

 

Έχει σκηνοθετήσει 2 τηλεοπτικές σειρές.

 

Ας προσπαθήσουμε όμως να συμπληρώσουμε την εικόνα και με περισσότερα στοιχεία:

Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1957 στο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο κύκλος με την κιμωλία».

Έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε σπουδαία έργα συγγραφέων, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης («Η αυλή των θαυμάτων»), ο Άρθουρ Μίλερ («Ψηλά απ’ τη γέφυρα»), ο Κάρλο Γκολντόνι («Λοκαντιέρα»), ο Ζαν-Πολ Σαρτρ («Νεκροί χωρίς τάφο»), ο Τενεσί Ουίλιαμς («Γυάλινος Κόσμος»), αλλά και σε έργα του Σοφοκλή («Αντιγόνη») και του Αριστοφάνη («Όρνιθες») στο Θέατρο Τέχνης και στους θιάσους της Κυρίας Κατερίνας, του Αλέκου Αλεξανδράκη, της Άννας Συνοδινού και της Έλλης Λαμπέτη.

Η πρώτη του εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στη σατιρική ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης», σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη.

 Ακολούθησαν ταινίες, όπως «Το μπλόκο» του Άδωνι Κύρου (1965), «Το παρελθόν μιας γυναίκας» (1968) του Γιάννη Δαλιανίδη, «Η λεωφόρος του μίσους» (1968) και «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα» (1969) του Νίκου Φώσκολου, «Μια γυναίκα στην Αντίσταση» (1970) του Ντίνου Δημόπουλου, «Λυσιστράτη» (1972) του Γιώργου Ζερβουλάκου, «Ιφιγένεια» (1977) του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980) του Νίκου Τζήμα, «Ο δραπέτης» (1991) του Λευτέρη Ξανθόπουλου και άλλες.

Η ταινία-σταθμός στη ζωή του – και τεράστια επιτυχία της εποχής – ήταν το πολεμικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου σε σενάριο Νίκου Φώσκολου «Κοντσέρτο για πολυβόλα» (1967), όπου στα γυρίσματα γνώρισε, ερωτεύτηκε και τελικά παντρεύτηκε την συμπρωταγωνίστρια του, Τζένη Καρέζη.

Υπήρξε αντιπρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου.

Ήταν ιδρυτικό μέλος και Γενικός Γραμματέας και κατόπιν Πρόεδρος της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης , ενός πολιτιστικού φορέα που ιδρύθηκε το 1977 και περιλάμβανε στους κόλπους του πλήθος πνευματικών ανθρώπων, πολιτιστικών συλλόγων και καλλιτεχνών, όπως την Μελίνα Μερκούρη, τον Χαράκτη Τάσσο (και πρώτο Πρόεδρο), το Σπύρο Πλασκοβίτη, τη Ρούλα Κακλαμανάκη, την Εύα Κοταμανίδου και πολλούς άλλους.

Ήταν επίσης Ιδρυτικό μέλος του Ελληνοαραβικού συνδέσμου και μέλος της Επιτροπής Άδειας Άσκησης επαγγέλματος του Ηθοποιού, συν-ιδρυτής του Ελεύθερου Θεάτρου (μαζί με τον Λέοντα Τριβιζά) και ιδρυτής του φορέα παρηγορητικής αγωγής «Ίδρυμα – Τζένη Καρέζη».

Το 1967 τιμήθηκε με τον «Χρυσό Απόλλωνα», βραβείο ηθοποιού Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών και το 1973 κέρδισε το Α΄ Χρυσό Βραβείο του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την αρτιότερη θεατρική παραγωγή («Λυσιστράτη»).

Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007 και του Οκτωβρίου 2009 εκλέχθηκε βουλευτής με το ΚΚΕ, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας.

Από το 1968 μέχρι το 1992 υπήρξε παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Καρέζη, με την οποία απέκτησε το γιο τους, τον επίσης ηθοποιό Κωνσταντίνο Καζάκο (γεν. 1969).

Από το 1997 έως σήμερα είναι παντρεμένος με την ηθοποιό Τζένη Κόλλια, με την οποία έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά: τον Αλέξανδρο (γενν. 1997), την Άρτεμι-Γεωργία (1998-99), την Ηλέκτρα (γενν. 2002) και την Μάγια (γενν. 2008).

*Πληροφορίες από Wikipedia

Πόσα μπορεί να σου πει όμως ένα βιογραφικό;

Μια καλύτερη εικόνα μας δίνει ο ίδιος μιλώντας για τη ζωή του σε συνέντευξή του στο περιοδικό LIFO.

«Γεννήθηκα στον Πύργο, αλλά η καταγωγή του πατέρα μου είναι μανιάτικη, από ένα χωριό που ονομάστηκε Κοπάνιτσα από τους Σλάβους τον 10ο αιώνα και ήταν το τσιφλίκι ενός Τουρκαλβανού ονόματι Κοπανίτσα. Σήμερα λέγεται Καλιές. Ο πατέρας μου τελείωσε το πανεπιστήμιο στην Αθήνα σε πολύ δύσκολα χρόνια, παντρεύτηκε στον Πύργο, μάζεψε τον πατέρα του και τη μάνα του εκεί κι έκανε οικογένεια. Εκεί μας «έσπειρε». Τα χρόνια του Εμφυλίου και της Κατοχής, την Αντίσταση, τα θυμάμαι πολύ έντονα, τα έζησε πολύ άγρια η οικογένειά μου. Έτυχε να βρίσκεται από την πλευρά εκείνη που κυνηγήθηκε μετά και ουσιαστικά εμείς περάσαμε Κατοχή μετά την Απελευθέρωση.

Το 1948, όταν ήμουν 13 χρονών, μας πήρε η μάνα μου τέσσερα μικρά παιδιά και ήρθαμε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν στα «πανεπιστήμια του Αιγαίου», όπως έλεγε: πέρασε από Ικαρία και Άη-Στράτη και κατέληξε στη Μακρόνησο. Είχε απολυθεί από τη δουλειά του στη Νομαρχία – από την εξορία απολύθηκε το 1952. Τότε τέλειωσα κι εγώ το σχολείο, το νυχτερινό στο Παγκράτι –εκείνη την εποχή μόλις είχαν ιδρυθεί τα νυχτερινά– γιατί δούλευα όλη μέρα για να μπορεί να συντηρηθεί η οικογένεια. Περάσαμε πολύ βασανιστικά χρόνια που μας καθόρισαν οικογενειακώς και δεν θα τα ξεχάσουμε όσο ζούμε.

Ένα σημείο καμπής ήταν όταν τελείωσα το σχολείο. Τα σχέδιά μου από πολύ μικρός ήταν να πάω στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω Φιλολογία, ήθελα να γίνω δάσκαλος. Είχα επαφή με τα βιβλία και τα γράμματα από πολύ μικρός, διάβαζα συνεχώς. Αυτό το σχέδιό μου δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί γιατί, όταν έφτασα στη γραμματεία να υποβάλλω τα χαρτιά μου, έλειπε ένα χαρτί ουσιώδες για την εποχή, το χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων που έπρεπε να πάρω από την Ασφάλεια. Έτσι έκλεισε η πόρτα για το πανεπιστήμιο. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία μου, γιατί αναγκάστηκα να αλλάξω όλα μου τα σχέδια.

Και επειδή είχα ταλαιπωρηθεί πολύ αυτά τα πέντε χρόνια στην Αθήνα, με δουλειές, χαμαλίκια, εξευτελισμούς και καταναγκασμούς, ήθελα να κάνω μια δουλειά όπου να μην έχω αφεντικά. Η έννοια του αφεντικού με είχε διαλύσει. Τυχαία μια μέρα, περνώντας από την οδό Αριστοτέλους, βλέπω την επιγραφή «Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου “Λυκούργος Σταυράκος”». Ούτε είχα ιδέα από θέατρο ή σινεμά. Δεν ήξερα καν τι ήταν αυτό το πράγμα. Στο όμορφο νεοκλασικό αρχοντικό, το παλιό σπίτι του Πάγκαλου του δικτάτορα, στεγαζόταν η περίφημη σχολή Σταυράκου, η μοναδική στην Ελλάδα που λειτουργούσε άτυπα από τότε, χωρίς άδεια – ακόμα και τώρα δεν έχει, δηλαδή. Δυστυχώς, δεν καταφέραμε ποτέ να έχουμε μια Ακαδημία Κινηματογράφου στην Ελλάδα. Εκεί, λοιπόν, έδιναν εξετάσεις, γιατί είχε τμήματα ηθοποιών, σκηνοθετών και εικονοληπτών. Έδωσα κι εγώ και πέρασα.

Διευθυντής σπουδών ήταν ο Γρηγόρης Γρηγορίου, ένας σπουδαίος άνθρωπος και σκηνοθέτης. Η σχολή ήταν σαν ένα ελεύθερο λαϊκό πανεπιστήμιο, μαγευτικό. Εκεί μέσα έχω ζήσει μερικά από τα πιο σημαντικά χρόνια της ζωής μου γιατί πέρναγαν μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης τότε και έκαναν παρουσίες, μαθήματα, διαλέξεις, παρόλο που δεν ήταν πολύ οργανωμένο το πράμα. Πέρναγε ο Γιάννης ο Τσαρούχης, ο Τερζάκης, ο Καμπανέλλης, ο Θεοδωράκης, βλέπαμε ανθρώπους σπουδαίους, περιωπής, ακούγαμε πράγματα που μας γύριζαν το κεφάλι και συζητήσεις απέραντες. Όλος ο μετέπειτα κινηματογράφος, της δεκαετίας του ’50, του ’60 και μετά ήταν «σταυρακειάδες». Εκτός από ελάχιστους που κατάφεραν να πάνε στην Τσινετσιτά, στη Ρώμη, και να σπουδάσουν, οι περισσότεροι άνθρωποι του ελληνικού σινεμά ήταν από εκείνη τη σχολή. Και αυτή η ζύμωση που γινόταν εκεί μέσα ήταν το καλύτερο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου, από την άποψη της παιδείας. Ακριβώς επειδή δεν ήταν πολύ οργανωμένο σχολείο, σου έδινε πλήρη ελευθερία, γινόταν μια καταπληκτική διακίνηση ιδεών. Από εκεί βγήκαν πολύ σημαντικά πρόσωπα.

 

Ένα σπουδαίο περιστατικό στη ζωή μου ήταν η γνωριμία μου με τον Κουν. Έκανε μάθημα δύο φορές την εβδομάδα στη σχολή και για ανταπόδοση του έδιναν χώρο για πρόβες με τον θίασό του, γιατί δεν είχε λεφτά να νοικιάζει αλλού. Άλλες δύο ώρες έκαναν ο Βασίλης ο Διαμαντόπουλος και η Μαρία η Αλκαίου, η γυναίκα του. Στο μάθημα του Κουν δεν πάταγε κανένας. Ήταν ένας περίεργος άνθρωπος: καθόταν στη γωνιά μιας αίθουσας σταυροπόδι και ήσυχος, με ένα πρόσωπο που θύμιζε τότε τον Μάο Τσε Τουνγκ –είχε ψηλό κούτελο και ανατολίτικη φάτσα–, αλλά είχε μια ακτινοβολία που αν τύχαινε να την αντιληφθείς –γιατί πέρασε πολύς κόσμος που δεν αντιλήφθηκε τίποτα, σε γοήτευε.

Εμένα κάτι μου ‘λεγε αυτό το πρόσωπο από την αρχή και θυμάμαι ότι ντρεπόμουν που δεν πάταγε κανένας τις Τετάρτες το απόγευμα στο μάθημά του κι επειδή με έπιανε αγωνία να μη μένει μόνος του, δούλευα όλη τη βδομάδα για να του παρουσιάζω κομμάτια. Εκείνος μάλλον εκτίμησε την προσπάθεια που έκανα, έτσι, όταν άνοιξε τη σχολή του στο υπόγειο του Ορφέα το ’54, μου ζήτησε να πάω μαζί του. Πήγα πετώντας. Δούλεψα μαζί του για να διαμορφώσουμε το υπόγειο, να γίνει ο ναός του θεάτρου που έγινε στη συνέχεια. Η συνάντηση με τη μαγευτική προσωπικότητα του Κουν με διαστάσεις και υλικά σπάνια για τον τόπο μας ήταν σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου. Δούλεψα πέντε χρόνια εκεί, έκανα όλα τα χρόνια της σχολής και μετά πήγα φαντάρος».

 

Και συνεχίζοντας δίνει ο ίδιος το ιδεολογικό του στίγμα και τη θέση του για το νόημα της ζωής.

«Κανείς δεν μπορεί να ζήσει μόνος του και ο ατομικισμός είναι ηλιθιότητα. Ο καθένας κοιτάει να βολέψει τον εαυτό του, γι’ αυτό βλέπετε να κυκλοφορεί τόσο σήμερα η λέξη «επιβίωση»: «Αγώνας επιβίωσης». Η επιβίωση είναι ζωώδης κατάσταση όμως, δεν είναι ανθρώπινη, κι όταν ωθείσαι στην επιβίωση, ωθείσαι στο ζωώδες, είναι σαν να σπρώχνεται η κοινωνία πίσω στον πρωτογονισμό. Το ζώο επιβιώνει. Έχει έναν κύκλο ζωής, ξημερώνει η μέρα, βγαίνει απ’ την τρύπα του, κοιτάει να βρει να φάει, να μην το φάνε, να ξαναμπεί στην τρύπα και να ξαναρχίσει ο ίδιος κύκλος. Δεν μπορεί να επέμβει στον κύκλο της ζωής του και να τον αλλάξει, αυτό σημαίνει επιβίωση.

Ο άνθρωπος ξέφυγε από αυτό από τότε που άρχισε να σκέφτεται, επενέβη στη ζωή του και δοκίμασε να την αλλάξει, να την φτιάξει όπως ήθελε. Τουλάχιστον προσπάθησε, κι ας μην το έχει καταφέρει ακόμα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είναι μονόδρομος. Προσαρμόζεται και εξελίσσεται και αυτό δεν μπορεί να το ανακόψει κανείς, δηλαδή το να φτιάξει την κοινωνία καλύτερη. Κανείς δεν μπορεί να ανακόψει τη δύναμη της ζωής. Αλλιώς η ζωή φτωχαίνει και γίνεται χαμοζωή. Όταν ο Κρέοντας ρωτάει την Αντιγόνη «Δεν φοβάσαι; Θα σε σκοτώσω, θα πεθάνεις», εκείνη του απαντά: «Γιατί να φοβάμαι; Δεν θα πεθάνουμε όλοι; Όλοι δεν είμαστε του θανάτου; Κι εσύ δεν θα πεθάνεις; Τι είσαι, ο Δίας; Δεν φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι τη νεκροζωή».

Και συμπληρώνει: «Σήμερα γίνεται άγριο εμπόριο ελπίδας. Η ελπίδα είναι μια λέξη που θέλει πολύ προσοχή γιατί δεν ζει με ελπίδες ο ζωντανός άνθρωπος. Οι πεθαμένοι ζουν με ελπίδες, περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία, αν θα τους βάλει αριστερά ή δεξιά, αν θα τους στείλει στα καζάνια ή στα δεντράκια με τα μήλα. Ο ζωντανός ο άνθρωπος ζει μια πραγματικότητα για την οποία δεν μπορεί να αδιαφορεί. Ο μέγας Μπρεχτ το λέει επιγραμματικά, «η πραγματικότητα είναι εκεί και σε περιμένει, θέλει να αλλάξει, άλλαξέ τη».

Ετσι λοιπόν σε αποχαιρετούμε προσωρινά Κ. Καζάκο και όσο εμείς θα σε μνημονεύουμε, τόσο το παράδειγμα ζωής που μας παρέδωσες θα παραμένει ζωντανό. Για μια ζωή αξιοβίωτη και όχι «νεκροζωή».

Άλλωστε εσύ ήσουν πάντα ένας Επικούρειος στα ζητήματα της ζωής και του θανάτου: «Το πιο φοβερό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτε για εμάς – στον βαθμό που όσο υπάρχουμε, δεν είναι παρών· κι όταν πάλι είναι παρών εκείνος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς. Επίκουρος»

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ