Τα αποτελέσματα των εκλογών σε συνθήκες σαθρής και αντιδραστικής εξόδου από την οικονομική κρίση αποτυπώνουν (με μεγάλη, ωστόσο, σχετικότητα) τις «κρίσιμες» αντιφάσεις των γενικότερων πολιτικών συσχετισμών στη χώρα μας.
Η βασική πλευρά αυτών των συσχετισμών αξίζει να αναδειχτεί και να διερευνηθεί ξανά και ξανά.
Η αστική πολιτική-πολιτιστική υπεροχή σε βάρος του εργατικού κινήματος, παρ' όλα τα (εύθραυστα) ρήγματα που έχει υποστεί, σφραγίζει, όχι όμως αδιατάρακτα, την ιστορική περίοδο της τελευταίας δεκαπενταετίας και συνδέεται με την σαρωτική επέλαση του σύγχρονου καπιταλισμού, τις κρίσεις του και τις αντιδραστικές εξόδους από αυτές καθώς και τις πολλαπλές καταρρεύσεις του «αντίπαλου δέους».
Πρόκειται για μια τάση συντηρητικότερης επιστροφής στην αστική πολιτική έτσι όπως αυτή συγκροτήθηκε στην περίοδο των μνημονίων και των «θεσμών» με νωπά όμως και ορατά τα τραύματα στον παλιό δικομματισμό, τις φθορές αστικών κομμάτων, τις λαϊκές εξεγέρσεις και τα αγωνιστικά ξεσπάσματα.
Η συντριβή του παλιού δικομματισμού
Ως το 2004 το κλασικό δικομματικό σύστημα εμφανίζεται με μια μεγάλη και σταθερή συσπείρωση κοινωνικών δυνάμεων.
Ψηφίζουν περίπου 7.500.000.
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εμφανίζουν ένα ποσοστό που κινείται γύρω από το 86%.
Από τις εκλογές του 2009 και μετά εμφανίζεται μια διαφορετική εικόνα. Γίνεται ορατή η πορεία φθοράς του παλιού δικομματισμού, η αποχή δυναμώνει σταθερά.
Οι εκλογές του 2009 σηματοδοτούν το πέρασμα σε μια νέα περίοδο πολιτικής αποσταθεροποίησης και φθοράς του δικομματισμού η οποία κορυφώνεται το 2012.
Ψηφίζουν 7.044.606, 1.500.00 λιγότεροι από το 2007 και 500.000 λιγότεροι από το 2004.
Στις εκλογές του Μάη του 2012 το προηγούμενο δικομματικό πολιτικό σύστημα συντρίφτηκε με εντυπωσιακό τρόπο.
Η Νέα Δημοκρατία πήρε 18,85% (!) και το ΠΑΣΟΚ μόλις 13,1%!
Ψηφίζουν 850.000 λιγότεροι από το 2009 (6.300.000).
Στο δε τέλος των δύο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων του 2015 ψηφίζουν 5.566.295 ή 1.380.000(!) λιγότεροι από το 2009.
Το 2019 ψήφισε ίδιος αριθμός περίπου με το Σεπτέμβρη του 2015.
Ενώ το 2023 αυξήθηκε κάπως η συμμετοχή σε σχέση με το 2019, ψήφισαν 6.061.000, 983.000 όμως λιγότεροι από το 2009.
Από το 2009 λοιπόν και μετά και ως το 2023 ψηφίζουν 800 - 900.000 λιγότεροι σε σχέση με όσους ψήφισαν πραγματικά τον Οκτώβριο του 2009.
Δηλαδή ένα κράτος ολόκληρο απέχει, δεν ψηφίζει.
Αποχή: Σύνθετο και υψηλό πολιτικό πρόβλημα
Αλλά τι είναι όσοι απέχουν;
Η πράξη τους συναθροίζεται στη «συντηρητική στροφή»;
Είναι πιο «πίσω» πολιτικά από εμάς που ψηφίζουμε ή μήπως ένα σεβαστό μέρος τους έχει σοβαρούς προβληματισμούς και απαιτήσεις που δεν απαντώνται από τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς;
Κι αν ισχύει το τελευταίο, εν όλο ή εν μέρει, τότε πόσες και κυρίως ποιας ποιότητας αναπροσαρμογές οφείλουμε να κάνουμε στην πολιτική μας;
Η σταθερή και εδώ και πάνω από δέκα χρόνια επιμένουσα αποχή συνιστά σοβαρότατο και σύνθετο πολιτικό πρόβλημα.
Αποκαλύπτει τις διαρκείς δυσκολίες και τα όρια της αστικής πολιτικής στο να μετατρέψει την εργατική τάξη και τα αυτοαπασχολούμενα στρώματα (τη μεγάλη πλειοψηφία τους) σε ενεργό υποστηρικτή της πολιτικής της.
Ταυτόχρονα συγκροτεί τον καθρέφτη στον οποίο απεικονίζεται η συνολική ποιότητα της πολιτικής της αριστεράς σε όλες της εκδοχές, είναι το μέτρο της ελκτικής πολιτικής της δύναμης.
Και ακριβώς επειδή η ελκτική πολιτική δύναμη της μαχόμενης Αριστεράς εξακολουθεί να είναι ασθενική γι’ αυτό και στις ερχόμενες εκλογές της 25ης Ιούνη του 2023 όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Με κύριο πως δεν θα υπάρξει ποιοτική – θεαματική διαφοροποίηση.
Το κύριο και στις ερχόμενες εκλογές της 25ης Ιούνη του 2023 δεν είναι τι θα ψηφίσουμε (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΕΡΑ, άκυρο, αυτό φυσικά έχει τη σημασία του) αλλά για πιο σκοπό θα ψηφίσουμε.
Ψηφίζουμε λοιπόν με γνώμονα την πολιτική μας στόχευση, τη πολιτική αναγέννηση της μαχόμενης Αριστεράς και του κινήματος.
Η περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί από μόνος του ειδικό ζήτημα σοβαρής μελέτης.
Στις εκλογές του 2009 πήρε 315.665 ψήφους ή 4,60%. Έξι μόλις χρόνια μετά, τον Γενάρη του 2015 εκτινάσσεται. Παίρνει 36,34% και 2.245.978 ψήφους, οκτώ φορές πάνω! (Είχε προηγηθεί η κατάρρευση του δικομματισμού).
Εννιά μήνες μετά, τον Σεπτέμβρη του 2015, και παρά την ανατροπή του 60% υπέρ του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του καλοκαιριού, διατηρεί επί της ουσίας τις δυνάμεις του: Παίρνει 1.925.904 ψήφους ή ποσοστό 35,46%.
Η λαϊκή εμπιστοσύνη δεν είχε ακόμη χαθεί παρόλη την πολιτική του μετάλλαξη και την αποχώρηση χιλιάδων αγωνιστών.
Τώρα, Μάιος 2023, οκτώ μόλις χρόνια μετά κατέρρευσε. Έχασε ένα εκατομμύριο εξήντα ένα χιλιάδες ψήφους (1.061.357) η δεκαπέντε ποσοστιαίες μονάδες (20,7%) σε σχέση με το Σεπτέμβρη του 2015. Σε σχέση με τις εκλογές του 2019 ειδικότερα – μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη - έχασε 600.000 ψήφους. Πρόκειται για μείζον πολιτικό γεγονός.
Ο καταποντισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι εντονότερος στα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα, στη Δυτική Αττική (-18,0%), στη Β’ Πειραιά (-17,5%), στο Δυτικό Τομέα Αθηνών (Β2) (-15,9%) καθώς και σε θεωρούμενα «προπύργια της Δημοκρατίας» (Ηράκλειο -20,3%, Λασίθι -16,8%, Χανιά -16,7%, Ρέθυμνο -16,0%).
Η εντυπωσιακή μείωση της εκλογικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ συντελείται προς όλες τις κατευθύνσεις, κυρίως όμως προς το ΠΑΣΟΚ (315.600 ή το 17,7%), δευτερευόντως στη ΝΔ (187.500 ψήφοι ή το 10,5%) και τριτευόντως προς το ΚΚΕ 69.300 ψήφους και στο άκυρο λευκό(49.000 ψήφοι). (Γιάννης Μαυρής: Που κατευθύνθηκαν οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ - Η εκλογική κατάρρευση)
Όλα τα παραπάνω καθιστούν αδύνατη τη μερική έστω ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ και κονιορτοποιούν το κοντόφθαλμο επιχείρημα πως η μείωση αυτή οφείλεται στο μονομέτωπο – δήθεν – του ΚΚΕ σε βάρος του.
Αλλά το εξίσου σοβαρό είναι πως δεν φαίνεται να ανακάμπτει στις επόμενες εκλογές παρά τη μετεκλογική του αντιπολιτευτική μεταμόρφωση επί το φιλολαϊκότερο.
Κι αυτό γιατί – σε αντίθεση με το Σεπτέμβρη του 2015 – έχει χάσει την αξιοπιστία του στη συνείδηση του λαού.
• Και πώς να μη γινόταν αφού ο Α. Τσίπρας παρουσίαζε μεθοδικά και συνεχώς δυο πρόσωπα, ένα φιλολαϊκό και ένα συστημικό, θετικό στις προσαρμογές στις συστημικές απαιτήσεις;
• Πώς δηλαδή να μη γινόταν αυτό όταν τη μια μέρα ο Τσίπρας υμνεί τον Τραμπ και την άλλη μέρα καταθέτει στεφάνι στο σκοπευτήριο της Καισαριανής;
• Τον ένα μήνα δηλώνει «υπερήφανα» πως δεν κόβει συντάξεις και σε λίγους μήνες (από το Μάη του 2016 και εντεύθεν), όσοι πλέον συνταξιοδοτούνται παίρνουν συντάξεις μειωμένες κατά το διπλάσιο(!) από τις μειώσεις όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων;
• Πώς να μη γινόταν αυτό όταν τη μια στιγμή εναντιώνεται στον επαίσχυντο φράχτη του Έβρου και την άλλη στιγμή δηλώνει πως θα τον διατηρήσει;
• Πως να μη γινόταν αυτό όταν τη μια στιγμή μιλά για αντιδραστική κυβέρνηση και την επομένη ζητά κοινό υπουργό υγείας(!), δηλαδή μερική έστω συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και μάλιστα στον ευαίσθητο τομέα της υγείας;
• Πώς να μη γινόταν αυτό όταν θεσμοθετεί το χρηματιστήριο ενέργειας – αυτό τον κολοφώνα του νεοφιλελευθερισμού - και την άλλη στιγμή δεν δεσμεύεται όχι για την κατάργηση του αλλά ούτε για την έξοδο της ΔΕΗ από αυτό οπότε η κρατικοποίηση της είναι δώρο άδωρο;
Όλα αυτά είναι συσσωρεύσεις που στο τέλος συγκροτούν μια συνολική πολιτική εικόνα. Αυτή του κλασσικού αρχηγικού αστικού κόμματος το οποίο όμως είναι imitation, είναι «αντίγραφο» με ορατές τις αντιφάσεις στο εσωτερικό του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν χάνει όχι γιατί έκανε κάποια «λάθη» αλλά γιατί αποκαλύπτεται ως είναι συνολικά, χάνει γιατί προτιμήθηκε το πρωτότυπο του νεοφιλελευθερισμού από το ασαφές, πρόχειρο και ερασιτεχνικό αντίγραφο.